23 Μαΐ 2009

Οι νέες περιπέτειες του μάγου Γίσσπορ, μέρος 3ο: Πέτρες και Τούβλα

διαβάστε ολόκληρο το πρώτο μέρος εδώ
και το δεύτερο εδώ

ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΠΡΩΤΟΥ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

Ένα πελώριο σύννεφο από την ανατολή αναστατώνει το φιλήσυχο Σάντα Πόρι - οι κάτοικοι βγαίνουν στο δρόμο και ανακουφισμένοι από τις σταγόνες που έρχονται από τον ουρανό αναφωνούν: "Αααααααά!..." Δυστυχώς δεν βρέχει, παρά είναι μόνο ο
μάγος Γίσσπορ , καθώς έρχεται από τα βάθη της Ανατολής σε μυστική αποστολή καθ' υπόδειξη του Ραμπάχαλου Ροδοκόκκινου. Ο Γίσσπορ καταφθάνει στο λιμάνι, η Βαρβέτα Μανάρα κρύβεται και ο κόσμος φεύγει απογοητευμένος. Ο μάγος αντικρίζει τις πλάκες στο λιμάνι...



Η φύλαρχος Μανάρα Βαρβέτα έβγαλε δειλά δειλά το κεφάλι της από τον ίσκιο της παράνομης πέργκολας, για μια στιγμή στραφτάλισε στο φως το ολόξανθο σαν αχυρώνας κεφάλι τόσο έντονα που για μια στιγμή θα νόμιζε κανείς ότι ήταν πράγματι τέτοιο. Ευτυχώς, ο μάγος ήταν στην άλλη άκρη του λιμανιού, δεν κοίταζε καν προς το μέρος της.

Η φύλαρχος Βαρβέτα κοίταξε με απορία μικρού παιδιού τους σωρούς από πέτρες που στόλιζαν το λιμάνι και γυρνώντας στο Γαμσώταυρο του είπε:

«Αυτές οι πέτρες…κάτι ήταν να τις κάνουμε».
«Δεν θυμάστε;» ρώτησε ρητορικά ο Γαμσώταυρος τραβώντας την τελευταία βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο του πριν το εκσφενδονίσει στη θάλασσα, «αφού σας το εξήγησα».
«Μου το εξήγησες αλλά έχω τόσα λίγα στο μυαλό μου που ξέχασα να θυμάμαι»…




Στην άλλη άκρη ο μάγος Γίσσπορ κοίταζε με δέος τις πέτρες. Τι σύμπτωση! Θυμήθηκε ότι ίδιες πέτρες είχε δει κάποτε κοντά στα αλβανικά σύνορα, τότε που αναζητώντας τις ρίζες των προγόνων του είχε ταξιδέψει από τα Τίρανα μέχρι την Οαχάκα και τελικά αντιλήφθηκε ότι η καταγωγή του ήταν από το εξωτικό και απομονωμένο Αλ Σοώρι, ένα χωριό νομάδων στην άγονη έρημο του Φιλελιστάν. Αλβανικές πέτρες στο Σάντα Πορι; «Μάλλον σύμπτωση θα είναι», σκέφτηκε.
«Αυτές οι πέτρες πάντως δεν ήταν εδώ την τελευταία φορά που ήρθα… Τι συνέβη άραγε; Μάλλον έφτασε μέχρι εδώ η πέτρα που βγαίνει πλούσια από την περιοχή που μου είπαν κάποτε ο Ραμπάχαλος Ροδοκόκκινος κι ο Πάνω Συγκαμμένος. Πώς την είπαν……Ακίνητος, Ακούνητος, Αγέλαστος….»

«Ακονητός λέγεται!» πετάχτηκε με πηδηματάκια μέσα από τις βάρκες ένα γνώριμο τραπουλόχαρτο. Δεν υπάρχουν πολλά τραπουλόχαρτα που καπνίζουν... Ήταν ο Ρήγας Μπαστούνης.
«Ακούνητη κι αγέλαστη είναι η Βαρβέτα και όλο το σινάφι της. Βγάλε με από δω μέσα να τους δείξω…Βγάλε με σου λέω! Βγάλε με τώρα, το καλό που σου θέλω!»


Ο Γίσσπορ ήταν σε δίλημμα, από τη μια δεν ξεχνούσε την ανέλπιστη βοήθεια που του είχε προσφέρει ο Ρήγας πολλές φορές στο παρελθόν, από την άλλη όμως δεν μπορούσε και να του συγχωρήσει το φλερτ που αναίσχυντα έκανε τη μέρα του αγίου Βαλεντίνου με τη φύλαρχο Μανάρα Βαρβέτα. Το μόνο ελαφρυντικό του ήταν που εκείνη τη μέρα ακόμα κι ο ταγμένος στη νόμιμη αυτοεκτόνωση Δαλάι Λάμβδας έκανε τα γλυκά μάτια στον δικαστή Ντρενταγκάνα.

«Ρήγα Μπαστούνη, θα σε αφήσω εκεί που είσαι για την ώρα, αρκετά έχω στο μυαλό μου»

«Βγάλε με και θα σου πω κι άλλα. Ξέρεις που είναι ο Ακονητός; Ξέρεις ότι εκεί πετάνε και μπάζα; Κι έχω κι άλλα να σου πω... Βγάλε με και θα σου πω. Εεεεε! Που πας; Μη φεύγεις… Γίσσπορ! Γιιιιιιιίσποοοορ!»


Η φωνή του Ρήγα ξεμάκραινε και έσβηνε, σαν πολιτικό διάγγελμα, καθώς ο μάγος ανέβηκε πάλι πάνω στο σύννεφο που κινούνταν προς τα δυτικά και από ψηλά αναζήτησε τον περίφημο Ακονητό.
«Δυτικά-Νοτιοδυτικά είναι, συντεταγμένες 37.012, 25.030». Η πάνσοφη κουκουβάγια Αφ-Αλ-Άτοσι έμοιαζε να ξέρει τα πάντα για το Σάντα Πόρι. Ο Γίσσπορ απόρησε αλλά δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο.


Ο μάγος και η κουκουβάγια πέταξαν πάνω από τον υπέροχο και φανταστικό χλοοτάπητα του γηπέδου όπου τα αυτοκίνητα έκαναν κωλιές και οι γουρούνες γουρουνιές, δίπλα ακριβώς από τις νεόδμητες εγκαταστάσεις του Ναυτικού Ομίλου Φαναριού και θαύμασαν από ψηλά το υπέροχο σχολείο που θεμελίωσε με υπευθυνότητα και αποφασιστικότητα ο υπουργός Ληστιανίδης.

Καβάλα στο σύννεφο ανηφόρισαν με έκδηλη νοσταλγία την πλαγιά που κάποτε έκαιγε ο ιερός καπνός της χωματερής και τώρα σιγούσε μελαγχολικά.

Ατένισε με θαυμασμό τις επιβλητικές γυάλινες κατοικίες στις βουνοκορφές και καθρεφτίστηκε πάνω στα παράθυρά τους, καθώς ο άνεμος κυμάτιζε στα μακριά μαλλιά του και στα φτερά της Αφ-Αλ-Άτοσι. Για μια στιγμή ένιωσαν και οι δυο τους πως ήταν πάλι νέοι, κι αυτή η ψευδαίσθηση ήταν αρκετή για να τους δώσει δύναμη να πετάξουν ακόμα πιο ορμητικά, ακόμα ψηλότερα.

Προσπέρασαν σα σίφουνας τις ολοκαίνουριες γεωτρήσεις που έφερναν ηθικό νερό σε κάθε σπίτι και αντίκρισαν στο βάθος την επιβλητική κεραία του προφήτη Ηλία. «Ακόμα κι η εκκλησία εκσυγχρονίζεται», σκέφτηκε ο Γίσσπορ, «κι εγώ ταξιδεύω με κουκουβάγιες και σύννεφα». Κάπου δεξιά όπως κοίταζε αντίκρυσε ένα σαρακοφαγωμένο βουνό.


«Χωρίς αμφιβολία αυτό είναι…» μονολόγησε ο Γίσσπορ και πεζός πια άρχισε να βαδίζει προς τα κει.



Κραααααα! Κραααααα!

Μες σ’ αυτό το βοοοοόθροοοο είμαι μοναχή
Κι έχω συντροφιαααά μουυυυ κοπριά ζεστή
Κουράδι ριιίχνω στο γιαλό και πώς να μη χεστωωωώ
Είναι ένα μεεεέρος μαγικό, ζεστό και αχνιστοοοοοοό.
Λάλα λαλά λαλά λαλάλαϊ
Λάλα λαλά λαλά λαλάλαϊ
Λαλα λ..,
«Τι κάνεις εδώ!» διέκοψε ο μάγος την ειδυλλιακή σκηνή...

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΘΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΟΥΝ ΚΛΕΙΣΤΑ, ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΕΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΤΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΑ ΣΕΝΑΡΙΑ ΠΟΥ ΑΠΗΧΟΥΝ ΤΗ ΣΚΛΗΡΗ, ΚΩΜΙΚH KAI ΦΤΗΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ.

ΟΠΟΙΟΣ ΕΠΙΘΥΜΕΙ ΝΑ ΣΧΟΛΙΑΣΕΙ
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΦΗΣΕΙ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ ΣΤΟ e-mail (



ευχαριστούμε τα ibis labs για την πολύτιμη βοήθεια