2 Ιουν 2008

Κράτος, καπνιστές και ελευθερίες




Καπνιστές, πότες, παχύσαρκοι και οπαδοί άλλων κακών συνηθειών βρίσκονται στο στόχαστρο ενός πατερναλιστικού κράτους, που φαίνεται να θέλει οπωσδήποτε να προστατέψει την υγεία των πολιτών καταφεύγοντας σε απαγορεύσεις. Είναι όμως έτσι; Μέχρι ποιου σημείου το κράτος μπορεί να επεμβαίνει στη ζωή των πολιτών, ακόμη και αν πρόθεσή του είναι να τους προστατέψει από τα βίτσια τους; Πότε μπορούμε να αποφανθούμε πως κάποιες ατομικές ή «μειονοτικές» συμπεριφορές βλάπτουν τη συλλογικότητα;


Η μεγαλύτερη συζήτηση, προς το παρόν, γίνεται για το κάπνισμα. Εκατόν εξήντα οκτώ χώρες έχουν υπογράψει έως τώρα τη συνθήκη-πλαίσιο για τον αντικαπνιστικό αγώνα, με αποτέλεσμα το τσιγάρο να εκτοπίζεται από τους δημόσιους χώρους σε έναν ολοένα αυξανόμενο αριθμό ευρωπαϊκών χωρών.

Ας δούμε όμως, μέσα από ένα εκτεταμένο αφιέρωμα του περιοδικού «Κουριέ Ιντενασιονάλ», τις αιτίες αυτού του φαινομένου και τις επιπτώσεις του.

Το 2004, μετά την ψήφιση στην Ιταλία του νόμου κατά του καπνίσματος στους περισσότερους κλειστούς δημόσιους χώρους, ο δημοσιογράφος Φίλιπο Φάτσι υπογράφει στην εφημερίδα «Ιλ Φόλιο», ένα κείμενο με τίτλο «Σκόνη στα μάτια: οι σταυροφορίες εναντίον του τσιγάρου και άλλων απολαύσεων της ζωής»:

«Ο Φρόιντ είχε δίκιο: Ο πολιτισμένος άνθρωπος αντάλλαξε ένα μέρος της ευτυχίας του έναντι ενός μέρους της ασφάλειάς του. Σήμερα, μία από τις πιο σοβαρές απειλές κατά της ελευθερίας προέρχεται από την υποχώρηση της ίδιας της ελευθερίας, δηλαδή της μείωσης του περιθωρίου ατομικής αυτονομίας, ενώ συγχρόνως πολλαπλασιάζονται οι διεκδικήσεις επιμέρους κοινωνικών ομάδων που υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους. Η δυτική κοινωνία έγινε πια ένα σύνολο μειονοτήτων, καταπιεσμένων διαδοχικά από διαρκώς νέες πλειονότητες. Εμφανίζονται λοιπόν χιλιάδες χάρτες δικαιωμάτων: του πολίτη, του καταναλωτή, του παιδιού, του μαθητή, των ηλικιωμένων, του ασθενή, του πεζού, του οδηγού, του τουρίστα, του αθλούμενου, του ανάπηρου, του στρατιωτικού, του τηλεθεατή, του ακροατή, του αναγνώστη. Ομως κάποια στιγμή τα δικαιώματα εξουδετερώνονται μεταξύ τους. Παραμένουν λοιπόν στον αέρα, ματαιωμένα και νόμιμα, τα δικαιώματα των νέων και των ηλικιωμένων, των κυνηγών και των οικολόγων, αυτών που για την ασφάλειά τους θέλουν να οπλοφορούν και αυτών που στο όνομα της ασφάλειας απαιτούν τον αφοπλισμό τους, των καπνιστών και αυτών που δεν θέλουν να εισπνέουν τον καπνό των άλλων. Και σιγά σιγά, αρχίζοντας με την απαγόρευση του καπνού, οι διάφορες απαγορεύσεις του κράτους μάς δένουν, σαν τα σχοινάκια που ακινητοποίησαν τον Γκιούλιβερ».

Πόσο δίκιο έχουν όμως όσοι ανησυχούν για την υγεία μας; Ο Γερμανός επιστήμονας Βόλφγκανγκ Σλίτερ, καπνιστής πίπας ο ίδιος, στη γερμανική εφημερίδα «Die Welt» εξηγεί:

«Είμαι πεισμένος ως επιστήμονας πως είναι αδύνατο να αποδειχθεί πως το κάπνισμα είναι η μόνη αιτία καρκινογένεσης, καρδιακών και αγγειακών παθήσεων. Αυτές οι επιστημονικές μελέτες βασίζονται σε στατιστικές, όμως οι στατιστικές δεν μπορούν να περιγράψουν παρά τις συνέπειες και όχι τις σχέσεις των αιτίων. Ασφαλώς δεν πρέπει οι μη καπνιστές να ενοχλούνται από τους καπνιστές. Γι' αυτό τον λόγο παλαιότερα είχαμε καταφύγει στη λύση των διαφορετικών χώρων για την κάθε ομάδα. Κανείς δεν αισθανόταν άβολα ή σε περιορισμό και κανείς δεν θα σκεπτόταν σοβαρά να επιβάλει σε ένα καφενείο τους κανόνες ενός σανατορίου. Με μια λέξη, η υπόθεση ρυθμιζόταν με δημοκρατικούς όρους από τη βάση σε ένα πνεύμα ανεκτικότητας, χωρίς υστερίες. Ολα αυτά όμως τέλειωσαν. Στη Γερμανία, το 25% του πληθυσμού, δηλαδή κοντά 20 εκατομμύρια ανθρώπων, βρέθηκαν στους δρόμους και ταπεινωμένοι αποκλείστηκαν από τους δημόσιους χώρους σαν τα σκυλιά έξω από τα κρεοπωλεία. Καταγγέλλουμε δικαίως τη Γερμανία πως ευνόησε την ασφάλεια σε βάρος της ελευθερίας, όμως διαπιστώνουμε πως το πρόβλημα δεν είναι αποκλειστικά γερμανικό, αφού λαοί εραστές της ελευθερίας, αντιαυταρχικοί και κριτικοί απέναντι στο κράτος, όπως οι Ιρλανδοί, οι Ιταλοί ή οι Βρετανοί, προηγήθηκαν των Γερμανών σε αυτό το κακό παράδειγμα, προφανώς μπροστά στην υστερία των Βρυξελλών για επιβολή κανόνων, την εμμονή σε μια αρμονία που πήρε τη μορφή κρατικής τρομοκρατίας. Φαίνεται πως έχουμε λησμονήσει πως η Ευρώπη του Διαφωτισμού θα ήταν αδιανόητη χωρίς τα αγγλικά coffee houses του 17ου αιώνα και τα γαλλικά σαλόνια του 18ου αιώνα, γεμάτα καπνούς αμφότερα. Οπως επίσης φαίνεται πως έχουμε λησμονήσει πως το κάπνισμα -για να θυμηθούμε τη φράση του κοινωνιολόγου Εμίλ Ντουρχάιμ είναι μια κοινωνική και πολιτισμική πράξη. Είναι σαφές πως αυτή η απαγόρευση δηλώνει μια υποχώρηση του πολιτισμού και της κουλτούρας από τα ενδιαφέροντα των πολιτικών και οικονομικών ηγετών, οι οποίοι φοβούνται περισσότερο τους ευτυχισμένους άντρες και γυναίκες που μπορούν να επιδοθούν σε έναν ρεμβώδη ηδονισμό από τον ατομικό αναστοχασμό. Βλέπω σε αυτούς τους νόμους που θέτονται σε ισχύ τώρα, την έκφραση μιας ειδωλολατρίας της επιστήμης και της αλαζονείας, μιας εξουσίας που σαρώνει τις αντιρρήσεις των ανθρώπων των γραμμάτων».

Και μια καθαρά πολιτική διάσταση εντοπίζεται στο θέμα της απαγόρευσης του καπνίσματος, από τον Γερμανό επίσης, δημοσιογράφο της ίδιας εφημερίδας, Ρίχαρντ Χέρτζινγκερ:

«Η απαγόρευση του καπνίσματος είναι μία από τις μεγάλες πολιτισμικές αλλαγές σε ολόκληρο τον σύγχρονο κόσμο, μια αλλαγή στην οποία είναι το ίδιο μάταιο να αντιστεκόμαστε, όπως παλαιότερα απέναντι στην εξάπλωση της διδασκαλίας των Ευαγγελίων στην Ευρώπη. Αν στο παρελθόν το κάπνισμα ήταν σημάδι κοινωνικότητας, ανεξαρτησίας και ευζωίας, σήμερα δεν είναι παρά έγκλημα κατά της υγείας. Το κάπνισμα σε δημόσιο χώρο αποτελεί μια ιεροσυλία ιδιαίτερα σοβαρή, γιατί ο καπνιστής παραβιάζει εκουσίως μια εντολή το περιεχόμενο της οποίας γνωρίζει άριστα: το κάπνισμα δεν είναι παρά δηλητηρίαση της δικής σου υγείας και των άλλων.

Από κοινωνιολογικής πλευράς, η απαγόρευση καπνίσματος καταλήγει στον συστηματικό αποκλεισμό των μη προνομιούχων τάξεων από τον δημόσιο χώρο. Γιατί το κάπνισμα είναι, εδώ και πολύ καιρό, ένα χαρακτηριστικό των αδύναμων -πραγματικών ή δυνητικών- της κοινωνίας, αυτών που δεν θέλουν ή δεν μπορούν πια να φτάσουν σε οτιδήποτε σε αυτόν τον κόσμο. Οταν επιμένουμε να καπνίζουμε, όταν δεν προσπαθούμε καν να το κόψουμε ή τουλάχιστον να αισθανόμαστε τύψεις επιδιδόμενοι σε αυτή τη δραστηριότητα, θεωρούμαστε μαλθακοί και δυνητικά ανίκανοι να συμβάλουμε εποικοδομητικά στην ανθρώπινη κοινότητα.

Ομως οι μη προνομιούχες τάξεις δεν μπορούν ή δεν θέλουν να σταματήσουν να καπνίζουν, γιατί αυτό είναι ένα από τα μέσα με το οποίο ξεφεύγουν σ' ένα βαθμό από την απόλυτη πραγματικότητα η οποία θεωρείται η καλύτερη και η μόνη αποδεκτή. Ωστόσο, το να καπνίζεις, να τρως λιπαρά και να πίνεις πολύ είναι αυτά τα μικροπράγματα που επιτρέπουν να ξεφεύγεις από αυτή τη δικτατορία που επιβάλλει στον άνθρωπο να είναι πάντα πρόθυμος, πάντα σε καλή φυσική κατάσταση, πάντα χρησιμοποιήσιμος. Να γιατί αυτές οι κακές συνήθειες διώκονται ανελέητα από μια συμμαχία άπληστων γιάπηδων για κοινωνική ανέλιξη και διάφορων οικολόγων - υγιεινολόγων.

Ετσι στοχοποιημένες οι μη προνομιούχες τάξεις δεν μπαίνουν πια στο νέο ωραίο κόσμο των δραστήριων, πάντα πρόθυμων, φιλόδοξων και πρέπει να εξαφανιστούν από τους δημόσιους χώρους, να περιοριστούν σε καφενεία-γκέτο, όπου θα συναντώνται μεταξύ τους. Ομως ούτε αυτό μπορεί να ικανοποιήσει εκείνους που σκέφτονται πάντα θετικά και τρέφονται υγιεινά, αφού στον κόσμο τους δεν πρέπει να υπάρχουν γκέτο, ούτε ίχνος τρέλας και αποκοτιάς που θα μπορούσαν να τους θυμίζουν ότι ίσως κάποτε βρεθούν και αυτοί σε κάποιου είδους αδυναμία».

Δεν υπάρχουν σχόλια: