14 Αυγ 2011

ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ

 

(το παρακάτω κείμενο γράφτηκε για τις ανάγκες του περιοδικού Ωφλίαρος που μόλις κυκλοφόρησε – δημοσιεύεται κι εδώ μετά από απαίτηση αναγνωστών του ιστολογίου)

DSC01587

ΜΑΤΙΑ ΣΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ

Τρίζουν κάθε τέτοια εποχή οι δείκτες του Χρόνου. Σκαλώνουν στα ξεραμένα άνθη σα γρανάζια και η κυκλική τους πορεία γίνεται ανηφορικά δύσκολη. Λαχανιασμένη τρέχει η ψυχή στα πιο απόκρημνα μονοπάτια και στους πιο αχανείς ορίζοντες, σε μια ατελείωτη συνδιαλλαγή με το μέγα γητευτή ήλιο, που αργά, νωχελικά, σχεδόν ασάλευτα κατηφορίζει τη μέρα στο πέλαγος. Σιφνέικος, Λιβάδια, Ακονητός, Μοναστήρια, Τράχηλας, Δεσποτικό.

Ξανά σκαρφαλωμένος στα βράχια· από την πολυθρόνα του Αιγαίου αγναντεύει κανείς το παρελθόν του. Μνήμες που ανασταίνει το φως κι η πέτρα. Ήχοι και χρώματα αγκαλιασμένα σ΄ένα χαρούμενο πανηγύρι. Θα περιμένεις να νυχτώσει. Σα μεγάλο φωτοκύτταρο μαζεύεις απάνω σου όλο τον ήλιο. Έρχεται γλυκά ετούτη η εποχή, με τις πιο μελιστάλαχτες αχτίδες και τον πιο φωτοϋφαντο ιστό, ριγεί τις σκοτεινές γωνιές του κορμιού και θερμαίνει τα χειμερινά σου ηλιοστάσια. Δραπετεύεις. Ήρωας και δραπέτης. Ήρωας και άγιος. Άγιος και δραπέτης. Αμαρτωλός και ήρωας. Αμαρτωλός...

Ένας γλάρος ξεκουράζει το ανάλαφρο κορμί του πάνω στον ουρανό ενός ψαροκάϊκου. Φυσά μέχρι μέσα, στις ψυχές. Ξεσκονίζεται το αμπάρι από την Αθηναϊκή σκόνη και αποτραβιώνται τα ασφάλτινα νήματα που έχεις απλώσει απ΄άκρη σ΄άκρη, για να μετράς –θαρρείς- τις πατημασιές και το ανάστημά σου στην πόλη. Εδώ δε χρειάζεται τίποτ΄άλλο πέρα από μια καλή θέση στον ήλιο και λίγο γαλάζιο στο βλέμμα. Κι όσο κερνάς τα τυχερά βράχια με χρόνο και συναισθήματα τόσο σου φανερώνει η θάλασσα τα κρυφά της δώρα. Κυλά εμπρός στα νηστικά μάτια το αιώνιο Αιγαίο ποτάμι, μια μεγάλη φλέβα που ξεκινάει απ΄τα βάθη της μνήμης και δεν καταλήγει πουθενά. Μόνο κυλάει, σα ζωή. Βαθιά στ΄αλώνια της ψυχής ακούγεται ο λεπτός μεταλλικός ήχος καθώς εφαρμόζει σε μια σπάνια συγκυρία το διάνυσμα, η αποστολή, ο χρόνος κι η διάθεση. Κλείνεις τα μάτια. Τ΄ ανοίγεις ξανά: το θέαμα εμπρός σου ξετυλίγεται σαν απ΄ την αρχή, σαν καινούριο...Όσα κι αν ζούμε, θα πεθαίνουμε πάντα με το ίδιο αχόρταγο βλέμμα που γεννηθήκαμε. Και η Αντίπαρος θα έχει πάντα ένα τρόπο να σε προσκαλεί σα μια Σειρήνα, που αναρωτιέσαι χρόνια τώρα τι ακριβώς την κάνει τόσο ελκυστική.

Είναι η ώρα που έχει σηκωθεί ολόρθη η αυλαία του καλοκαιριού. Οι κυράδες ανοίγουν τα παράθυρα στη διάπλατη μέρα, τα αγόρια και τα κορίτσια κοιτάζονται με μονοσήμαντο νόημα, οι ψαράδες βάζουν μπρος τα φρεσκοβαμμένα τους καΐκια. Σιγά σιγά ανάβουν τα πρώτα φώτα του δρόμου και της πλατείας, ενώ η πρώτη μυρωδιά από ρακή τυλίγει την παραδομένη χειμερινή άμυνα. Είναι ώρα να ξεφορτωθούμε κλειστά σεντούκια, χοντρά σκονισμένα πανωφόρια της μνήμης, υποσχέσεις μιας νέας αρχής, πολλών νέων αρχών, απείρων νέων αρχών, όλες στο ίδιο διάνυσμα και με όμοιο τέλος. Είναι ώρα να ντυθούμε τη σκιά του καλού και να φορτώσουμε στη σχεδία μας πηγαιμούς δίχως νόημα, αποφάσεις της μιας ψυχοστιγμής. Το καλοκαίρι είναι εδώ ολόγυμνο, ολοφώτεινο, κορμί που στροβιλίζεται στο κύμα. Δεξιά κι αριστερά σκιές, νερά, μουσικές, κορμιά. Θα ξαποστάσεις.

Χθες βράδυ ένα περήφανο κόκκινο φεγγάρι βούλιαξε. Δεν πνίγηκε. Δεν πνίγηκες. Πνίγονται τα ανάλαφρα; Σήμερα η θάλασσα, σε ανταπόδοση για τα πανσέληνα δώρα, χαρίζει τον πιο υπέροχο κυματισμό της, έναν ανοικτό μαίανδρο σε άπειρη ανάπτυξη. Από δω ψηλά έρχεται και γλιστρά κάτω στα πόδια σου, στα αιώνια βράχια μιας απόμακρης γης. Μια μαζεύεις το σχοινί, μια το ξετυλίγεις. Μια ανοίγεις πανιά, μια αφήνεσαι στο ρεύμα.

Ό,τι ζήσαμε ζήσαμε. Τα άλλα τα σκορπά το ανεμολόγιο του χρόνου πέρα από κει που θα τα φθάσουμε ποτέ μας. Ό,τι ζήσαμε ζήσαμε. Το κάθε τέλος είναι μια μικρή ευτυχία που μόλις γεννιέται. Ό,τι ζήσαμε ζήσαμε. Τα άλλα, αυτά που δεν προφθάσαμε, τα βλέπουμε τα βράδια να έρχονται απρόσκλητα, σαν πτήσεις χωρίς φτερά, σαν καταδύσεις χωρίς οξυγόνο, σα φονιάδες, σαν εραστές, σαν πεζοπόροι. Και δίπλα τους, ήρωες που δεν είναι σαν τους φίλους μας, εχθροί που δε μας αξίζουνε, έρωτες που τινάξανε τις στάχτες τους, κόσμοι που ποτέ δε θα ταξιδέψουμε. Μένουν λοιπόν ετούτες εδώ οι αλκοολικές νύχτες, οι ηλιόκαυτες μέρες, τα άφιλτρα φεγγάρια, τα ιδρωμένα πρωινά, να μετράνε όλα το χρόνο σαν αίσθηση. Σαν εκπνοή μετά από βαθιά ανάσα που κράταγες μέσα αιώνες.

Είναι γνωστές ετούτες οι αξίες. Σ΄ αυτόν τον κόσμο ανήκουμε, το νιώθουμε μα δεν το ομολογούμε. Μα ήδη αρχίζει σιγά σιγά να υφαίνεται το ρούχο της επιστροφής σου με τη λεπτή κλωστή των αναγκών. Με τούτα χορταίνεις ολόκληρος νομίζεις, μέχρι που η πραγματική πείνα αρχίζει να κατατροπώνει τις περισσότερες επιθυμίες. Και του χρόνου θα ξέρεις ότι μια ματιά στο γαλάζιο και μια θέση στον ήλιο είναι κάτι που κανείς δεν μπορεί ποτέ να στο απαγορεύσει.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

‎-MUST READ- Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΕ ΟΣΟ ΚΑΝΕΙΣ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΤΟΠΟ...
Το ρεαλιστικο με το υπερρεαλιστικο και ονειρικο δενουν τοσο αρμονικα μεταξυ τους στην περιγραφη που σου γαληνευουν την ψυχη..Το πραγματικο, πηγαιο γιατι θαρρω ειναι γραμμενο επ...ιτοπου εκει στην αγαπημενη γη που δεν ειναι αλλη απτους βραχους και τις σπηλιες, τοπιο σημα κατατεθεν της ομορφιας του νησιου..
Το υπερρεαλιστικο-ονειρικο στο λογο του αναβλυζει εκει που τα συναισθηματα και οι στοχασμοι του τρεχουν περα απ το τοπιο και το ξεπερνουν-το χαρισματικο στοιχειο του πνευματικου ανθρωπου που εμπνεεται απ την ομορφια γυρω του αλλά ο λόγος του δεν εξαντλειται σε ακραιους συναισθηματισμους πανω σε αυτη αλλά είναι στοχαστικός και καλει τους αναγνωστες του να χαρουν τον πολυτραγουδημενο ηλιο και το ανεκτιμητο γαλαζιο του Αιγαιου, δωρα της φυσης και της ζωης που μπορουν να λατρευτουν απο ολους και δεν απαγορευονται σε κανεναν..
Αισιοδοξια εκπεμπεται απ το λογο του γραφοντος-ποιητη και μια νυξη, ίσως, πως σε οποια οικονομικη δυσχερεια και να φτασει η χωρα του Αιγαιου και του "Ηλιου του Ηλιατορα" η φύση της θα προσφερεται παντα στους ανθρωπους της ελευθερα, για ψυχικη και πνευματικη αγαλλιαση. Τέλος ο παλμος του ποιητη δίνει το σήμα στους υπόλοιπους να προστατεύσουν και διαφυλάξουν την ανεκτίμητη φυσική ομορφιά της χώρας που τους ελαχε να ζουν.

Τάσος Ποταμιάνος είπε...

Το νησί των θαυμάτων

Εδώ, ένας δρόμος ατέλειωτος με μια σειρά από υγρές διάφανες πύλες οδηγούν στο ανεξάντλητο. Μικρά καθημερινά θαύματα φωσφορίζουν πίσω από κάθε πύλη. Αρκεί να χαϊδέψεις ελαφρά τα πόμολα. Ν’ ανοίξεις να περάσεις. Ακολουθώ τον αόρατο οδηγό που εμφανίστηκε ξαφνικά δίπλα μου μόλις πάτησα το πόδι μου στην Αντίπαρο, στην αντίπερα της μη-ζωής του αστικού τοπίου απ’ όπου διακτινίστηκα στο αστρικό τοπίο, αυτό που ανοίγει τη φωνή μου διάπλατα στο ρυθμό των βράχων, στη μελωδία των θάμνων. Ψυχή ανοιχτή ορθάνοιχτη στο γέλιο, στο πάθος και στο κλάμα εκεί στην περίβολο του Αη Νικόλα, στην υπόκωφη σπηλιά των πεταλίδων, στο θαλασσινό αλώνι των πουλιών, στην κόκκινη γαλάζια ακτίνα μιας δύσης που χορεύουν νυχτολούλουδα λίγο πριν πέσει το διψασμένο σώμα στα νερά. Κάθε μίσχος και νότα, κάθε κύμα και χορωδία, κάθε θρόισμα του αέρα κι αποκάλυψη. Ακολουθώ τον αόρατο οδηγό μου κι απ’ το Διαπόρι στο Δεσποτικό κερδίζω βήμα βήμα την Αθανασία, κερδίζω ναι κερδίζω το θαύμα, οργιά με την οργιά. Η Αθανασία σα λυσσασμένο αγριοκάτσικο ρουφάει τ’ αλμυρίκια, τα κοχύλια και τα χείλη μου. Κάποια κότερα, ελικόπτερα και άλλες βίλες και πισίνες θυμίζουν πως κοιμάται η Περσεφόνη στην αγκαλιά της γης. Μα το νησί αντιστέκεται και πεισματικά φυτρώνει θυμάρι, δάφνη κι άγρια μέντα.
Η μέσα νήσος ξεδιπλώνεται κι απλώνεται μικρή ελάχιστη κι απέραντη πίσω από ένα
μανουάλι, μια γουλιά τσίπουρο, μια νεροχελώνα, πίσω απ’ τον ήχο της σιωπής. Όλα
τα σύνεργα τα όργανα στη θέση τους. Κι ο έρωτας, τ’ αρχιπέλαγο, το κορμί μου στη
έκρηξη των χρωμάτων των σχημάτων, στην έκρηξη των άστρων.
- Ακούμπησε την ψυχή σου απάνω μου κι αφέσου Αθανασία…
Μεταλαμβάνω και μεταμορφώνομαι την κάθε στιγμή. Αρπάζω μια νυχτερίδα στον αέρα και φοράω τη μάσκα της. Τα μάγουλά μου και το μέτωπο φουσκώνουνε και σκάνε, νερά ποτάμια χύνονται απ’ τα μάτια τη μύτη τ’ αυτιά μου σα καταρράκτης στο χώμα.
Ο Τζων Λέννον με κοιτάει και χαμογελά.
- Υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο, τον ρωτάω
- Όχι, μου απαντά. Κι αν ακόμα υπάρχει δε με αφορά γιατί ζωή δίχως κορμί είναι ζωή κλεμμένη.
Ανοίγω τα μάτια. Εδώ στην Αντίπαρο, υπάρχει ακόμα τόπος.

Τάσος Ποταμιάνος 23 Αυγ. 11