10 Μαΐ 2011

Κική Δημουλά

Με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας τιμήθηκε για το σύνολο του έργου της η ποιήτρια Κική Δημουλά από τον υπουργό Πολιτισμού Παύλο Γερουλάνο. Η βράβευση έγινε κατά τη διάρκεια της τελετής απονομής των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας 2010.

«Μου είπαν ότι από το ύψος της ηλικίας μου υποχρεούμαι να πω κάποια λόγια. Τελικά είναι δοκίμια αμηχανίας με ανακατεμένες τις ευχαριστίες μου προς όλους όσοι είστε εδώ» δήλωσε η Κ. Δημουλά, παραλαμβάνοντας το βραβείο της. «Κάθε βραβείο αποβαίνει μεγάλο. Νομίζω επειδή συμβάλλει στο να ηρεμήσουν κάπως οι ανησυχίας σου γύρω από το αν ελήφθη ή όχι αυτό που έστελνες και ξαναέστελνες επί έτη, επαναλαμβάνοντας την ίδια κουραστική αναμονή» υποστήριξε. «Για την ποίηση γνωρίζω μόνο τα εμφανή, ότι επινόησε έναν άλλο τόπο και έναν άλλο χρόνο όπου να μπορούν να ζήσουν εκεί αναλλοίωτα όσα από μόνα τους γεννήθηκαν ωραία και θνητά» κατέληξε.

 

ContentSegment_17501565$W1000_H0_R0_P0_S1_V1$Jpg Ομιλία της  Κικής Δημουλά στον Πειραιά (PassPort) στις 2 Φεβ.2011:

Μια και είμαστε ακόμα στην πολύ αρχή του 2011 είναι έγκαιρο να κόψω και να μοιράσω σε όλους την πίτα των ευχών μου, να είναι αυτή η νέα χρονιά συμπονετική προς τις ελλείψεις του ανθρώπου, να φέρει έστω και μερικά απ’ όσα ο καθένας μας επιθυμεί, κι αν δεν φέρει, πάντως ας μην του πάρει, ό,τι του είναι ήδη αρκετό και πολύτιμο.
Οι ευχαριστίες μου είναι πολλές, δεν έχουν, ευτυχώς, επηρεαστεί από την οικονομική κρίση, και θέλω να τις προκαταβάλω πριν ψηφιστούν νέες περικοπές και στο εισόδημα των αισθημάτων μας, στο οποίο περιλαμβάνεται και όσο κέρδος εγκαρδιότητας θα μου καταβληθεί απόψε, από όσους το θελήσουν, ιδιαίτερα από τον Γιώργο Χρονά, σαν καλεσμένη του που είμαι, σε τούτο τον θερμό οικοδεσπότη χώρο, το Πάσπορτ, απόκτημα στολιστικό για τον Πειραιά.

Ετούτη την αφιερωμένη σε μένα βραδιά, δηλώνω ότι με μεγάλη συστολή θα την εισπράξω. Οσο κι αν ο Σύλλογος της κακεντρεχούς λιβελογραφίας με χαρακτήρισε πρόσφατα, συν τοις άλλοις, και ως «δαφνοστεφανωμένη», έτσι ώστε να εκπυρσοκροτήσει και ο αυτοσχέδιος, φτηνός χλευασμός του, ένα αληθεύει: ότι διατηρώ έως σήμερα αμείωτη την έκπληκτη αμηχανία μου, και για το πιο μικρό ακόμα φυλλαράκι δάφνινης συμπάθειας που μου προσφέρεται, επειδή συνεχώς με επιτηρεί η συνετή επίγνωση ότι δεν έκανα τίποτ’ άλλο, παρά να βιδώσω σφιχτά την αφοσίωσή μου επάνω σε αυτό το ελάχιστο που από τη φύση μού προσφέρθηκε -δωρεάν και οι βίδες.

Δεν ανεβάζω -έπειτα από καμιά διάκριση- τις χαμηλές μετοχές μου, ούτε και όταν ο εμπαθής λίβελος συστηματικά με διαφημίζει, ως την πιο προσοδοφόρα μούσα του…

Περιορισμένη και διστακτική ήταν και παραμένει η εξοικείωσή μου με την ποίηση. Απλώς «εκόμισα εις την τέχνη» -μια και πέρασε κάποτε και ο Καβάφης από αυτόν τον χώρο- τον εαυτό μου κι εγώ, με όσην ανθρωπότητα μετέφερα, πήγαιν’-έλα, καλά κρυμμένη μέσα στην ασφαλή ομοιότητα της αγωνίας της με τη δική μου.

Αυτό το πήγαιν’-έλα, μέσα-έξω μου και αντιθέτως, μου στοίχισε περίπου 60 χρόνια προσπάθειας. Και η ποίηση μού χρωστάει γι’ αυτό το έξοδο μόνο την ήσυχη συνείδησή μου. Ομως, το ψεύτικο που το αγάπησα ως αληθινό, και το άσκημο που το εξύψωσα ως σφοδρά αναγκαίο, αυτά, ναι, μου χρωστάνε ότι τους παραχώρησα, τιμής ένεκεν, έναν οικογενειακό τάφο, σε υπερυψωμένη, κεντρική θέση, με θέα τον περίπλοκο κόσμο. Θέλοντας να παρηγορήσω τη λυπημένη πραγματικότητα, αγωνίστηκα σκληρά να εγκαταστήσω μέσα στα ποιήματά μου όλους αυτούς που περιμάζεψα από τις διάφορες μακρινές και κοντινές ανάγκες μου, και ξεθεώθηκα κυριολεκτικά ώσπου να τους εξασφαλίσω την εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη υπάρξεως -όπως νόμιζα-, να κάθονται δηλαδή κοντά κοντά ο ένας δίπλα στον άλλον, για να μη νιώθουν άγνωστοι μέσα σ’ αυτό το απρόοπτο, ενωτικό αίσθημα που τους έφερα.

Και τι ανατρεπτική πείρα με ολοκλήρωσε, όταν είδα μια μια την καταπιεσμένη μοναξιά του καθενός να σηκώνεται αίφνης και να πηγαίνει να κάθεται παράμερα, μόνη της, κατάμονη η καθεμιά, νοσταλγώντας τον εαυτό της, και ξαναβρίσκοντάς τον.

Μέσα στη σκηνοθεσία και ο έρωτας, με όλη εκείνη την ατάλαντη συνοδεία του: την εγωπάθεια, την τσιγκουνιά, τον ναρκισσισμό του και τον αγενέστατα βιαστικό χαρακτήρα του. Ετρωγε, έπινε, χόρταινε, έφευγε, άφηνε μες στη μέση πεταμένα όλα του τα γνωρίσματα και όλα εκείνα τα αρωματικά του άφτερ, και όταν πια ξεθύμαιναν κι αυτά, και καθάριζα τον τόπο που μύριζε ψοφίμι όνειρο, αυτός επέστρεφε εκ νέου αρωματικός, φέρνοντας μαζί του κάθε φορά και μιαν άλλη, άξεστη, μια σκυλομούρα, άρνηση, και όλο αγκαλιές και αγάπες μπροστά σε όλες τις πιστές σ’ αυτόν επιθυμίες μας. Αλλά αυτές εκεί, δώσ’ του, απανωτά τα ποδόλουτρα στην κουρασμένη αποστασία του. Και με τι ηδονική ταπείνωση…

Τέτοια συμπεριφορά του συγκάτοικου έρωτα. Και πώς να τον διώξεις; Κι αν δεν ξαναγύριζε; Με τι φως πια θα διαβάζονταν, όλα όσα γράφτηκαν για μια πυγολαμπίδα πριν ξεψυχήσει και για τη φωτεινή ύστατη κραυγή ενός διάττοντος, αν έσβηνε και το κλεφτοφάναρο του έρωτα;

Τα εκμυστηρεύομαι όλ’ αυτά στον Πειραιά γιατί είναι λιμάνι και είμαι δεμένη σε πολλούς κάβους του. Με θέλγει μελαγχολικά, ότι από δω φεύγουν πλοία. Και γω, ούτε με τρένα ούτε με αεροπλάνα τη νιώθω την αναχώρηση. Μόνο από το κατάστρωμα του πλοίου μού διαγράφεται ως οριστική, απέραντη. Λες και αμέσως κατά την επιβίβασή της, ο χωρισμός απορροφά την οριστική απεραντοσύνη, την ακαταπολέμητη της θάλασσας.

Πέρα απ’ αυτό, πολλές φορές αναμνήσεις ζουν εδώ τριγύρω, αρκετά αγαπητά μου πρόσωπα, εδρεύει εδώ και το σεβαστό Ιδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη, το οποίο μου καταβάλλει τη μεγάλη ηθική αμοιβή να είμαι μέλος του Διοικητικού του Συμβουλίου. Ελάχιστη βέβαια, περιορισμένη, είναι η δική μου συμβολή στο σημαντικό, ευρύ και εξαπλωμένο στη μεγάλη απήχηση πολιτιστικό έργο που προσφέρει.

Εγώ απλώς συναντώ εκεί παιδιά από τα Λύκεια της περιοχής, με σκοπό να τους μεταδώσω τι δεν γνωρίζω για την ποίηση. Αλλά αυτό είναι για τους κάπως μυημένους στα ανεξήγητα.

Πώς να εξηγήσω στα παιδιά το ανεξήγητο και για μένα ότι ο ίδιος ποιητής που γράφει ένα καλό, δυνατό ποίημα, γράφει κι ένα αδύναμο, και γιατί άραγε η αυστηρή πείρα του κάνει τα στραβά μάτια και δεν το τιμωρεί να το σκίσει;

Πώς να μπερδέψω τα παιδιά, λέγοντάς τους ότι δεν ξέρω, ποιος Θεός ή Διάβολος ευλογεί τη συγγραφή ενός καλού ποιήματος; Το χάρισμα; Το ορμητικό, το ακατάσχετο ή το άλλο που αργά, στάλα στάλα, πέφτει από τη συσσώρευση της μεγάλης επιμονής; Μήπως όταν βρέχει δυνατό βίωμα; Μήπως το ποίημα γράφεται από εκείνο το ξαφνικό φάντασμα που ονομάζουμε έμπνευση; Από όλα μαζί; Πώς να τα μπερδέψω χειρότερα τα παιδιά λέγοντάς τους ότι κατά τη γνώμη μου το τυχερό ποίημα το γράφει μια τυχαιότητα, περιπλανώμενη μέσα στον χαώδη φόβο της, που απροσδόκητα προθυμοποιείται να την περιθάλψει, ο σπανίως φιλόξενος οίστρος της γλώσσας. Εκείνος ο οίστρος που κυριεύει τη γλώσσα όταν αυτή φύγει μακριά από τη συνήθη ζωή της και πάει να κλειστεί στο μοναστήρι τής σιωπής, για να εμβαθύνει απερίσπαστη στον στοχαστή εαυτό της.

Και τι να τους πω για το τέλειο ποίημα; Ποιος ξέρει τη συνταγή;

Υποπτεύομαι απλώς ότι αυτό το τέλειο ποίημα ίσως είναι η αρμονική διάταξη των ατελειών. Αρκεί αυτές να πλέουν δυσδιάκριτες μέσα σ’ ένα αχνά εκλεπτυσμένα φωτισμένο μισοσκόταδο.

Τη μετάδοση, μόνον αυτής της μαγευτικής αοριστίας από την οποία δονείται η ποίηση, θεωρώ πολύτιμη για τα παιδιά. Να διαχυθεί στη φρέσκια απορροφητική άγνοιά τους, η πληροφορία ότι υπάρχει ποίηση και σιγά σιγά να ασκηθεί ο άπειρος αποπροσανατόλιστος ακόμα νους τους, στο να αναγνωρίζει από μακριά τον ήχο και να προσδοκά το πλησίασμά της. Αλλά δέχομαι και την αναλυτικότερη ακόμα διδασκαλία της ποίησης, που εφαρμόζεται ήδη, αν η ίδια η ποίηση δεχτεί να ανοίξει τις αναρίθμητες κλειστές πόρτες της, και αν με το που ανοίγει η μία δεν γεννιέται αμέσως στη θέση της μια άλλη πόρτα, ερμητικότερη.

Και η μόνη επιφύλαξη που εξέφρασα πριν από καιρό, ήταν αν ωφελεί να ενταχθεί η ποίηση στην εξεταστέα ύλη, στις πανελλήνιες εξετάσεις. Κάτι που σημαίνει τρόμος του μαθητή για την απόρριψη, που σημαίνει ίσως και την οριστική αποστροφή του για την ποίηση, ενώ το αντίθετο οραματίστηκε η παιδεία. Ετυχε να μου εκφράσουν πολλά παιδιά αυτή την αγωνία τους, ζητώντας μου συμπληρωματική βοήθεια.

Αυτό το απολύτως καθαρό τόλμησα να εκφράσω, με τη δημοκρατική αφέλεια που με δέρνει, αλλά επειδή το καθαρό σπανίως προκόβει, η μεταφορά από στόμα σε στόμα του εξασφαλίζει τη στέρεη καριέρα της παρανόησης, της παραμορφωτικής παρερμηνείας: ότι τάχα ζήτησα να μην περιλαμβάνομαι στην εξεταστέα ύλη. Αν είναι δυνατόν να είμαι τόσο λίγο φιλόδοξη. Παρά τις επίμονες σχετικές διευκρινίσεις που έδωσα, ό,τι είπα παραμένει και θα παραμείνει μετ’ ευχαριστήσεως, θα έλεγα, παρανοημένο, έχοντας ίσως συντελέσει, κοντά σε άλλα, να εξαιρεθώ από τη διδακτέα – εξεταστέα ύλη.

Ολα έχουν ειπωθεί, έγραψε ένας δικός μου ποιητής, λίγον πριν πάψει να μπορεί να επαναλάβει και να επαναληφθεί ο ίδιος.

Θεωρείται προσβολή για την τέχνη και την πρωτοτυπία η επανάληψη. Το δέχομαι, αλλά το προσπερνώ ευχαρίστως προκειμένου να ζήσω και αύριο και μεθαύριο απομυζώντας την επανάληψη.

Δεν με έβλαψε καθόλου ότι έζησα τα αρκετά έως τώρα χρόνια, ώστε να φτάσει να γίνει υπερήλικη η πλήξη τους – αλλά τι χαϊδευτική, νανουριστική, αξιαγάπητη πλήξη, τι άδικο να μην είναι αθάνατη. Εχω πράγματι τόσο πολύ εθιστεί στον ακίνητο ή και αφανέρωτο πλούτο που κρύβουν τα ίδια πράγματα, ώστε έφτασα να μου αρέσω κι εγώ ακόμα, έτσι ίδια, η πληκτικά έφηβη που παραμένω, μέσα βέβαια στον φανταστικό χρόνο. Ο έξω χρόνος ξέρουμε ότι συνεργάζεται με την τρομοκρατική θνητότητα. Δεν το κρύβει άλλωστε. Κι άλλο δεν κάνουν η ποίηση και η τέχνη γενικά, από το να τον καταπολεμούν, μαχόμενες υπέρ της νοερής αφθαρσίας τους κι ακόμα πιο λυσσαλέα μάχονται εναντίον του φόβου μας για τον αντι-δημιουργό μας θάνατο.

Και είμαι σίγουρη πως αυτόν τον φόβο τον νιώθει ακόμα και η ασφαλής, η αμέριμνη, η βαθιά πίστη μας στον Θεό.

Ολ’ αυτά που είπα κουράζοντάς σας, ο Βαλερί τα έχει πει όλα μόνο με αυτόν τον έναν στίχο του: «Ω δάκρυα που ξέρετε πιο πολλά από μένα»…

Τα άκρως φοβισμένα, τα έτοιμα να συμπληρωθούν, 80 μου χρόνια σας ευχαριστούν που τα φιλοξενήσατε στην αύρα της παραθαλάσσιας ευγένειάς σας.

-----------------------------------------------------------------------------------------------

Συνέντευξη στο Βήμα τον ίδιο μήνα:

 

Ακόμη ένα βραβείο για την πολυβραβευμένη ακαδημαϊκό Κική Δημουλά πιθανόν να μη σημαίνει πολλά για την ίδια. Ισως όμως να σημαίνει κάτι παραπάνω για την ποίηση και τους αναγνώστες της. Πάντα μελαγχολική αλλά όχι απαισιόδοξη, σε αυτή τη συζήτηση η ποιήτρια μας ξεναγεί στη σχέση της με την ποίηση και τον κόσμο σήμερα. Χαρακτηρίζει την ποίηση «ένα άτοκο δάνειο για τους χρεοκοπημένους» και «μια ελπίδα για όσους δεν έχουν καμία ελπίδα». Αν έχει να μας δώσει μια συμβουλή, αυτή είναι ότι οι μακροχρόνιες κρίσεις μάς κάνουν ανθεκτικούς, μας δοκιμάζουν. Και συστήνει, το λιγότερο, σεβασμό προς όσους υποφέρουν περισσότερο. Τέλος, πιστεύει ότι η ποίηση μπορεί να μας κάνει πιο επινοητικούς, πιο καχύποπτους, να ξαναδούμε τις σχέσεις μας και τις ανασφαλείς εκδηλώσεις μας, να γίνουμε πιο απελπισμένα πιστοί στην αγάπη.

- Κυρία Δημουλά,βραβευθήκατε για το σύνολο του έργου σας.Είναι μια τιμή για εσάς; Επηρεάζει άραγε το
έργο σας;

«Ασφαλώς είναι μια μεγάλη τιμή για μένα, αλλά συγκρατώ τον πανηγυρισμό μου με την προειδοποιητική σκέψη ότι από αυτόν που βραβεύεται ως ο καλύτερος υπάρχει σίγουρα ο καλύτερός του. Και αυτό είναι το ξόρκι μου εναντίον πάσης επάρσεως και παντός εφησυχασμού. Προσπαθώ εν τω μεταξύ να μη σκέπτομαι ότι αυτή η μεγάλη διάκριση που μου δίνει η χώρα ίσως χαράζει κλειστά πια σύνορα μεταξύ της γόνιμης περιόδου και της άγονης ίσως ετούτης υπερήλικης που διανύω. Αντίθετα, προσπαθώ να ελπίζω ότι αυτή η αναγνώριση, που απονέμεται έστω στην αγάπη μου για την ποίηση, ίσως ενθαρρύνει τις προσπάθειές μου να γράψω κάποιο ακόμη γηραιό ποίημα, μακιγιαρισμένο με τη μαγική δύναμη της αναθρώσκουσας νεότητας».

- Είστε λίγο απαισιόδοξη,αν και πιστεύω ότι οι φίλοι της ποίησής σας περιμένουν πολλά ακόμη από εσάς.Αραγε σημαίνει κάτι για την ελληνική κοινωνία αυτό το βραβείο
σας;

«Για το πώς η κοινωνία προσλαμβάνει τα θέματα της τέχνης γενικά, αυτό εξαρτάται από το πόσο ζυμωμένη είναι η ψυχή της με την πίστη ότι η τέχνη, και η ποίηση εν προκειμένω, δεν πρόκειται να επιβάλει περικοπές στη φυγή που μας παρέχει. Οτι δίνει δάνειο, άτοκο μάλιστα, σε κάθε χρεοκοπημένο θάρρος. Δεν ξέρω, αλήθεια, τι ποσοστό της κοινωνίας έχει ανάγκη από αυτό το ζωτικό δάνειο. Συναντώ πάντως αρκετούς ανθρώπους, συγκινημένους και ευγνώμονες προς την ποίηση ότι τους αλλάζει τη ζωή. Και δεν δυσκολεύομαι να τους απογοητεύσω λέγοντάς τους πως, περίεργο, η δική μου η ζωή δεν αλλάζει παρά μόνο τις ώρες που κόβω εξαντλητικές βόλτες έξω από την ποίηση, μήπως και βγει».

- Δηλαδή σε αυτή την εποχή της περιρρέουσας μελαγχολίας και της προϊούσας κατάθλιψης η ποίηση έχει,τελικά,κάτι να πει εκεί έξω στον κόσμο; «Βέβαια. Εχει να αντιπροσφέρει τη δική της κατάθλιψη, που, καθώς ανήκει σε ένα τέταρτο, ανάερο γένος ανακουφιστικής αοριστίας, ίσως προσλαμβάνεται από τον κόσμο ως λυτρωτική ομοιότητά του, κάτι σαν κοντινή θερμή συγγενής των προβλημάτων του· τέλος πάντων, σαν φευγαλέος σύμμαχος της μελαγχολίας του αλλά και εμπνευστής της γενναιότητας που απαιτεί αυτή η τάχα ηττοπαθής μελαγχολική διάθεση. Δεν είναι ηττοπαθής, είναι ερευνήτρια».

- Εχετε πει πως «η νίκη ανήκει στους ηττημένους». Είναι αυτό μια παρηγοριά προς όσους υποφέρουν από τη σημερινή κρίση,με το μνημόνιο, τις μειώσεις μισθών,την καλπάζουσα ανεργία κτλ.;

«Ναι, το έχω πει, επειδή θεωρώ ότι αποτελεί ζωτική νίκη το να αντέξεις την ήττα, χωρίς να συντριβείς πηδώντας κάτω, στην παραίτησή σου. Και μπορεί αυτό το πιστεύω μου να λειτουργήσει και ως εκγύμναση της αντοχής για παν απειλητικό απρόοπτο και για κάθε αναμενόμενη εξόντωση της βεβαιότητάς μας από το επιθετικό αβέβαιο. Οσο και αν δεν έχω πληγεί υπέρμετρα από την πραγματικότητα των περικοπών, ο σεβασμός μου μνημονεύει συχνά το κουράγιο των βαρέως πληγέντων. Αλλά ξέρω ότι αυτό περισσότερο αποτελεί μεγάλα λόγια παρά συνδρομή».

- Αν θυμάμαι καλά,έχετε πει επίσης «αρνούμαι να γίνω οδηγός έστω κι ενός ανθρώπου,όταν δεν ξέρω πού πάω».Και όμως σας ακολουθούν χιλιάδες ενθουσιασμένοι από την ποίησή
σας.

Τρεις κυρίες των ελληνικών γραμμάτων στο ίδιο τραπέζι: από αριστερά, η Ζυράννα Ζατέλη,η Κική Δημουλά και η Ιωάννα Καρυστιάνη, όπως τις απαθανάτισε ο φακός τον Ιούνιο του 2003 κατά την υποδοχή νέων μελών στην Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων

«Μάλλον προσπαθώ να ανακόψω τον ενθουσιασμό των ανθρώπων που ίσως βλέπουν σε μένα έναν λυτρωτή των ανησυχιών τους. Αλλά μπορεί και να μην περιμένουν από μένα τίποτε άλλο παρά μόνο τον ελευθερωτή της δυσκολίας που έχουν να διατυπώσουν τα βάσανά τους, έτσι φυλακισμένα που μένουν σε μια άφωνη ζωή. Να τα ελευθερώσω, έστω φυλακίζοντάς τα πάλι, αλλά μέσα στην οικειότητα που νιώθουν για τη δική μου φωνή. Το προτιμούν. Αλλά ξέρω ότι δεν ζητάνε ακριβώς αλλαγή. Μια φυγή θέλουν, να φύγουν από αυτό που τους συμβαίνει και να πάνε σε αυτό που συμβαίνει σε μένα- και ας είναι ίδιο με αυτό από το οποίο θέλουν να διαφύγουν. Το ξέρουν, όπως μάλλον γνωρίζουν και το μάταιο της μετατόπισής τους, χωρίς ίσως να έχουν διαβάσει αυτούς τους προειδοποιητικούς στίχους του Καβάφη: “Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ/ στην κώχη τούτη την μικρή, σ΄ όλην τη γη την χάλασες”».

- Με την επίκληση του Καβάφη με βάζετε στον πειρασμό να σας ρωτήσω τι είναι τελικά η ζωή μας; Μια παγίδα,μια
απάτη ή τι άλλο;

«Τι είναι η ζωή μας; Ισως μια αποτυχούσα εκδικήτρια του θανάτου. Σίγουρα όμως είναι μια φιλόδοξη παγίδα, στην οποία δυστυχώς δεν πέφτει η αθανασία. Τι άλλο να είναι η ζωή μας; Εκτός από αυτό που μας δόθηκε προσωρινά και εκτός από το εντελώς ασυλλόγιστο ανεξήγητο, να ξεχνάμε δηλαδή ότι με σύμβαση αορίστου χρόνου μάς προσλαμβάνει η ζωή στα μάγια της, καθηλώνοντάς μας να την αγαπάμε με παράφρονα ένταση. Αλλά φαίνεται ότι κάθε μεγάλη αγάπη τη θρεπτική τροφή της την αντλεί κρεμασμένη στον άδειο μαστό της προσωρινότητας. Τι άλλο λοιπόν είναι η ζωή μας εκτός από μια ανταρσία κατά του θανάτου και τι άλλο από τη σχιζοφρενική ανυπομονησία του θανάτου να πατάξει αυτή τη ανταρσία; Ξέρω, είστε έτοιμος, κύριε Μπασκόζο, να μου φωνάξετε ότι τα είπαν άλλοι».

- Ο καθένας τα λέει με τον δικό του τρόπο και τους δίνει το δικό του βάρος.Τελικά,πιστεύετε ότι η ποίηση μπορεί να μας κάνει καλύτερους; Να γίνει,π.χ.,η φιλοσοφία της καθημερινής
μας ζωής;

«Οχι βέβαια καλύτερους. Ισως λίγο πιο επινοητικούς, πιο καχύποπτους, πιο τσιμπούρια επάνω στις σχέσεις μας και πιο τσιγκούνηδες στις εκδηλώσεις μας από ανασφάλεια, και πάλι από ανασφάλεια πιο εφευρετικούς στις ποικιλίες του μίσους, και πιο απελπισμένα πιστούς στο ύστατο θείο ξεγέλασμα: την αγάπη. Αν η ποίηση είχε τη δύναμη να μας κάνει καλύτερους, θα το είχε πετύχει εδώ και αιώνες. Η επιρροή της όμως περιορίστηκε στο να εμπλουτίζει τους έμμετρους μονολόγους. Και αν μας προκαλεί κάθε τόσο μια έκσταση, αυτή είναι τόσο στιγμιαία όσο εκστατικούς μάς αφήνει για λίγο ένα μόνον άστρο που επιζεί σε ολόκληρο σκοτεινό ουρανό».

- Γιατί γράφετε; Για να ξορκίσετε
ίσως τον θάνατο;

«Γιατί γράφω... Γιατί άπαξ και συνέβη θέλει να ξανασυμβεί, μετά ξανασυνέβη και ξανά και πάλι, είτε σαν προγραμματισμένο να επικρατήσει, είτε σαν εθισμός στην πιο ηδυπαθή δυνατότητά μου, ίσως και την πιο άοπλη από όλες. Γράφω γιατί δεν συνέβη να το διακόψει κάτι βασανιστικότερα αστάθμητο. Οχι, δεν ξορκίζω τον θάνατο. Προσαρτώ την αποστροφή μου γι΄ αυτόν στην αποστροφή που νιώθει γι΄ αυτόν η ποίηση, αλλά και καθετί που τιμωρήθηκε να είναι αβέβαιο, σύντομο, μηδέ του συναρπαστικού εξαιρουμένου- και ας του άξιζε διαφορετική μοίρα. Τον ξορκίζω βέβαια τον θάνατο, αλλά με την έννοια ότι γράφοντας προσπαθώ να διατηρήσω άλιωτα όσα περιγράφω, σαν να μην έχουν πεθάνει, σαν να έχουν πάει ένα μακρινό ταξίδι, στην αναλλοίωτη μορφή τους».

- Κάτι τελευταίο.Εχουν κατά καιρούς ακουστεί πολλά σχόλια για τα κρατικά βραβεία.Εχετε κάποια πα ρατήρηση για την καλυτέρευση του
θεσμού;

«Δεν μπορώ να φανταστώ την καλυτέρευση του όποιου θεσμού, αφού λειτουργός του είναι ο απείθαρχος ανθρώπινος παράγοντας. Ετσι, σχετικά με τα βραβεία έχω περιοριστεί στη στασιμότητα του ερωτήματός μου. Γιατί άραγε πρέπει να ξαναβραβεύεται ένας δημιουργός- τι βλάσφημη κλεμμένη εξουσία-, αφού έλαβε το μέγιστο βραβείο από τη φύση να μπορεί να μαστορεύει αναπαυτική τη διαφορετικότητά του ώστε να κάθεται επάνω της και να ξεκουράζεται η περιπλανώμενη αγωνία της ύπαρξης; Ναι, σύμφωνοι, τα είπαν και άλλοι». - Ζείτε μέσα στη συνάφεια των ανθρώπων,στην πολιτική,στα ψέματα,στα κουτσομπολιά,στην κρίση. Τι από αυτά σας αγγίζει,σας εμπνέει
ή σας απωθεί;

«Ολα αυτά που απαριθμείτε με ωθούν να ψάξω μέσα, βάθος βάθος μου, να δω αν τα φιλοξενώ όλα αυτά ή μερικά. Να βρω αν, από πρόθυμη συγγένεια μαζί τους, τα φιλοξενώ ή από υπακοή στη φύση που μου επέβαλε να τα εμπεριέχω. Οτι τα καταπνίγω όσο γίνεται, ναι, αυτό μπορεί να λέγεται και πολιτισμός, είναι πάντως κάτι που, αν μη τι άλλο, αποτρέπει τον εμφύλιο αλληλοφαγωμό».

- Τι θα λέγατε σε αυτούς που μας κυβερνούν,σε αυτούς που εξουσιάζουν την ελληνική κοινωνία; Εχετε να τους δώσετε μια σοφή ποιητική
συμβουλή;

«Σοφή συμβουλή, όχι. Ανεφάρμοστη, ναι. Γι΄ αυτό και δεν έχω καν μπει στον κόπο να την αποστηθίσω». - Βαδίζουμε σε μια μακρόχρονη
κρίση.Ελπίζετε σε κάτι;

«Μα πιστεύω ότι οι μακροχρόνιες κρίσεις δίνουν μεγάλη εξουσία στην ελπίδα. Και δεν χρειάζεται να ξέρουμε σε τι ελπίζουμε. Η αοριστία είναι που μας βοηθάει να υπομείνουμε. Αν μας έλεγαν ότι θα στενάζουμε επί πέντε ημέρες, αυτός ο προσδιορισμός θα έκανε αβίωτο και αυτό το μικρό διάστημα. Η υπομονή παίρνει κουράγιο μη γνωρίζοντας πόσα χιλιόμετρα δοκιμασίας τής μέλλονται».

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Από το ποίημα ΓΙΑΛΟ-ΓΙΑΛΟ
της Κικής Δημουλά.

Δαπανηρὴ ἰδέα ὁ βίος.
Ναυλώνεις ἕναν κόσμο
γιὰ νὰ κάνεις τὸ γύρο μιᾶς βάρκας.