15 Απρ 2011

Όταν ο «χαβαλές» θεωρείται σάτιρα


vlakeia
Οι «σταρ» του χιούμορ συναγωνίζονται για το ποιος θα κάνει το καλύτερο «ζάπινγκ»
Της Σελανας Βροντη (Καθημερινή)
Τι κοινό έχουν ο Θέμος Αναστασιάδης, ο Αντώνης Κανάκης και ο Λάκης Λαζόπουλος; Είναι άντρες, κάνουν σάτιρα και προσπαθούν να μας κάνουν να γελάσουμε. Όλοι με τον ίδιο τρόπο. Αναπαράγοντας το μέσο στο οποίο εργάζονται, δηλαδή την τηλεόραση. Το χιούμορ τους εξαντλείται σε σχολιασμό αποσπασμάτων τηλεοπτικού προγράμματος, κομμάτια από ριάλιτι, trash εκπομπές, ειδήσεις, κουτσομπολίστικα μαγκαζίνο και σόου ανακυκλώνονται σε ένα κομπόστ κωμωδίας. Αυτή η μορφή τηλεοπτικής σάτιρας έχει καταντήσει… ανέκδοτο. Κι εδώ δεν γελάμε. Ο ρυθμός της παραγωγής μπορεί να είναι ανελέητος, μην αφήνοντας περιθώρια για δημιουργία, αλλά οι «χιουμορίστες» καταφεύγουν στην εύκολη λύση: κάνοντας απλώς ζάπινγκ.
Οι εκπομπές αυτές, που ακροβατούν ανάμεσα στην ειρωνεία και στο καλαμπούρι, χλευάζουν μιαν υποτιθέμενη πραγματικότητα. Δεν σατιρίζουν τα κακώς κείμενα της κοινωνίας, αλλά τις ασθένειες της τηλεόρασης, η οποία παρουσιάζει φέτες μόνο της πραγματικότητας. Αγγίζει τα όρια του παραλόγου. Στην Ελλάδα έχουμε κατά καιρούς αντιγράψει με επιτυχία τη δομή πολλών ξένων παραγωγών (Big Brother, Survivor, X-factor, Master chef κ. λπ.), αλλά δυστυχώς (ή ευτυχώς) οι κωμικές σειρές του εξωτερικού δεν προσαρμόζονται εύκολα στην εγχώρια αγορά, γιατί το χιούμορ εμπεριέχει το στοιχείο της ιθαγένειας. Μια εμπνευσμένη διασκευή, ωστόσο, ήταν το «Σ’ αγαπώ- Μ’ αγαπάς» της Δήμητρας Παπαδοπούλου.
Η σάτιρα απαιτεί εφευρετικότητα και ίσως μια φιλοδοξία πιο πάνω από το εμπόριο – δεν εξαντλείται σε μια πρόχειρη αναπαραγωγή της ηλιθιότητας. Και κυρίως απαιτεί να στέκεται κανείς απέναντι στην εξουσία. Ο μεγαλύτερος σατιρικός καλλιτέχνης της μεταπολίτευσης ήταν ο Χάρρυ Κλυνν, ο οποίος δεν έσπαγε πλάκα με τα «ψώνια», αλλά διακωμωδούσε την αλλαγή των ηθών (www.harry-klynn.gr). Οι Λαζόπουλος, Αναστασιάδης, Κανάκης, αν και έχουν διαφορές μεταξύ τους, αγγίζουν ελάχιστα το περιεχόμενο και την ουσία της πολιτικής –αναλώνονται στις γκάφες ή στα σαρδάμ των πολιτικών, μετατρέποντας την πολιτική σε χαβαλέ– σε αντίθεση με την «Ελληνοφρένεια». Όταν η κωμωδία αποκτά όρους εξουσίας (υψηλή τηλεθέαση), τότε κινδυνεύει να μετατραπεί σε τραγωδία. Η Ιστορία άλλωστε το έχει αποδείξει.
Προσθέτοντας χωρίς δεύτερη σκέψη στους σατιρικούς καλλιτέχνες της μεταπολίτευσης τον Τζίμη Πανούση (αν και τον αδικεί ο όρος) και προκειμένου να μάθει κανείς να διακρίνει τα διάφορα είδη γέλιου ας διαβάσει το εξαιρετικό άρθρο του κ. Σαραντάκου εδώ: “Οι λέξεις του γέλιου” (σάτιρα και σάτυροι, χιούμορ και χυμός…)