Επιτέλους βρέθηκε κι ένα σοβαρό επιχείρημα υπέρ της διοικητικής συνένωσης, πιο διαχρονικό από όλα: Κάποτε η Αντίπαρος κι η Πάρος ήταν ένα ενιαίο νησί. Περισσότερα στο άρθρο της κυπριακής εφημερίδας “Πολίτης” που παρατίθεται παρακάτω. Από τότε βέβαια πέρασαν πολλά χρόνια και τα δύο νησιά χωρίστηκαν. Δεν πειράζει, το μόνο που απομένει είναι μία γέφυρα που θα τα ξαναενώσει.
Κυκλάδες: Όταν η θαλάσσια στάθμη ανεβαίνει
Σήμερα μιλούμε για νησιά των Κυκλάδων, κάποτε ήταν ένα ενιαίο κομμάτι γης, που με την άνοδο των νερών, τα χαμηλότερα σημεία βυθίστηκαν και τα ψηλότερα, όπως τα βουνά, παρέμειναν στην επιφάνεια όπου και δημιουργήθηκαν τα νησιά.
Έστω και αν στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου όπως είναι και η Κύπρος, τα πρώτα ανθρώπινα κατάλοιπα χρονολογούνται από τη 12η χιλιετία, είναι πλέον δεδομένο ότι η ζωή άρχισε πολύ πριν. Χρειάζονται μόνο οι χειροπιαστές αρχαιολογικές ενδείξεις.
Το στενό ανάμεσα στην Πάρο, δεξιά, και την Αντίπαρο, αριστερά. Οι περιβάλλουσες γραμμές είναι οι ισοβαθείς των 5 μέτρων. Πολύ πρόσφατα στον γεωλογικό χρόνο, 7.200 χρόνια πριν, τα νησιά αυτά ήταν ενωμένα.
Η αρχαία Πρεπέσινθος
Ο Στράβωνας και αργότερα ο Πλίνιος αναφέρονται στην αρχαία Πρεπέσινθο, το σημερινό νησί Δεσποτικό, λέγοντας ότι ήταν ενωμένο με την Αντίπαρο. Στα βόρεια παράλια του νησιού αυτού φαίνονται οι λαξεύσεις στο υπόστρωμα του βράχου που βυθίζονται στη θάλασσα. Πρώτος ο διακεκριμένος αρχαιολόγος Χ. Τσούντας και αργότερα ο Rubensohn μελέτησαν τα αρχαιολογικά κατάλοιπα χωρίς να είναι σε θέση να δώσουν μια απάντηση. Τελευταία, ο ωκεανολόγος-βιολόγος Πέτρος Νικαλαΐδης, σε έρευνές του στην περιοχή με το National Geographic και τη Σχολή Υποβρύχιας Οικολογίας & Καταδύσεων Αιγαίου, «Aegean Diving College», πιστεύει ότι οι εν λόγω λαξεύσεις είναι οδηγοί/ράγες για την ελεγχόμενη κύλιση βαρέων αντικειμένων κυρίως μαρμάρου. Πρόκειται για ένα πολύ ευφυή και ασφαλή τρόπο μεταφόρτωσης μαρμάρου σε πλοία και σχεδίες, μέθοδος που χρησιμοποιείτο εκτεταμένα στην αρχαία Ελλάδα.
Τα κατάλοιπα αυτά θα χρονολογούνται γύρω στο 700 π.Χ., περίοδο κατά την οποία η μεταλλουργία ανθούσε και έτσι γινόταν εφικτή η εξόρυξη και η εξαγωγή τεμαχίων μαρμάρου, κυρίως προς την Αθήνα και άλλους προορισμούς. Η χρονολογία αυτή των λαξεύσεων συνάδει με την τότε επιφάνεια της θάλασσας και συμπίπτει με την εποχή όπου η γνώση στη μεταλλουργία ήταν υψηλή, δηλαδή ήταν δυνατή η δημιουργία τέτοιων καταστάσεων. Οι παράλληλες προς την ακτή λαξεύσεις έχουν όλες κλίση προς τη θάλασσα, ώστε το πλοίο μετά τη φόρτωση να είναι σε θέση να αποπλεύσει με την παλίρροια. Η προτεινόμενη θεωρία του ωκεανολόγου Νικολαΐδη ενισχύεται από την ύπαρξη του ναού του Απόλλωνα στην Πρεπέσινθο -Δεσποτικό- κτισμένος με παριανό μάρμαρο, τόπος όπου δεν υπάρχει λιμάνι ούτε μάρμαρο.
Ένα άλλο φαινόμενο που παρατηρείται στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο εκτός από την άνοδο της θαλάσσιας στάθμης, είναι οι ανακατατάξεις λιθοσφαιρικών πλακών που ανασηκώνουν ένα νησί από τη μια πλευρά και το βυθίζουν από την άλλη, όπως στην Κρήτη.
Μεταξύ Πάρου και Αντίπαρου
Εκτός από τις αρχαιολογικές ενδείξεις, οι υποθαλάσσιες έρευνες δεικνύουν ότι μεταξύ Πάρου και Αντίπαρου υπάρχει τείχος, που άρχισε να κτίζεται όταν η στάθμη της θάλασσας ανέβαινε και οι κάτοικοι άρχισαν να χάνουν την επαφή με την «αντίπερα» όχθη. Έτσι δημιουργήθηκε σιγά σιγά μια λιθοδομή, είδος γέφυρας-τείχους.
Το ελαφρά οφιοειδές αρχαίο «τείχος»-γέφυρα, στο μέσο της φωτογραφίας, που ένωνε την Πάρο με την Αντίπαρο, τώρα κάτω από τα νερά του Αιγαίου.Οι περιοχές με πιό σκούρο χρώμα είναι φυκιάδες Ποσειδωνίας. Η φωτογραφία έχει ληφθεί από ελικόπτερο. Το βάθος της θάλασσας εδώ είναι 5,50 - 6 μέτρα. Η διατομή του τείχους είναι σχήματος τραπεζίου. Η στέψη της λιθορριπής αυτής βρίσκεται στα -3 μέτρα. Οι πέτρες κατα μέσο όρο έχουν βάρος, όσο μπορεί να σηκώσει και να κουβαλήσει ένας άνθρωπος, περίπου 25-30 κιλά.
Ποια ήταν όμως τα δεδομένα που οδήγησαν στο κτίσιμο του τείχους αυτού; Γύρω στην 11η χιλιετία, η Πάρος και η Νάξος ήταν ενωμένες. Το μέγιστο βάθος ανάμεσά τους σήμερα είναι 35 μέτρα. Μέχρι την 7η χιλιετία, το στενό που χωρίζει τα δύο νησιά σήμερα ήταν ακόμα ξηρά. Τότε άρχισε να δημιουργείται ένα παλιρροιακό θαλάσσιο ποτάμι παρόμοιο με το στενό του Ευρίπου. Οι ανασκαφές στην περιοχή έγιναν από τον Colin Renfrew, ο οποίος βρήκε κατάλοιπα από μεγάλους τόνους , φάλαινες και όστρακα. Και ενώ σε άλλους αρχαίους παραθαλάσσιους οικισμούς βρέθηκαν πολλά αγκίστρια, στην περιοχή αυτή βρέθηκαν μόνο αιχμές βελών και δοράτων από οψιανό λίθο Μήλου. Αυτό είναι ένδειξη ότι ο τρόπος ψαρέματος παρομοιάζει με αυτό των ποταμών και όχι με θαλάσσιο.
Σχετικά με την υποθαλλάσια έρευνα του κ. Νικολαΐδη διαβάστε το ποστ στην Αντιπάρια Φωνή (Παραθέτουμε μια εξαιρετική έρευνα για την αρχαία υποθαλάσσια Αντίπαρο!) ή εδώ (πηγή).
Ελπίζουμε να προσκληθεί κάποια στιγμή ο κ. Νικολαΐδης στην Αντίπαρο για μια ομιλία σχετικά με τα σπουδαία ευρήματα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου