20 Ιαν 2009

Τέλος εποχής για τη σάτιρα



Τέλος εποχής για τη σάτιρα

The Guardian

Ο Λένι Μπρους ήταν εκείνος που είπε ότι μετά τη δολοφονία του Κένεντι, έσκαψαν δύο τάφους, ένα για τον πρόεδρο και ένα για τον Βον Μίντερ. Ποιος ήταν ο Βον Μίντερ; Ε, αυτό είναι το θέμα. Ηταν ο πιο φημισμένος μίμος του Κένεντι εκείνα τα χρόνια. Ποιος τον θυμάται τώρα;

Οταν ο Τζορτζ Μπους εγκαταλείψει επιτέλους τον Λευκό Οίκο, η βιομηχανία της σάτιρας θα ακολουθήσει την υπόλοιπη οικονομία στον δρόμο της ύφεσης. Σίγουρα θα είναι το τέλος μιας εποχής - μιας από τις χειρότερες στην ιστορία των ΗΠΑ, αλλά και τις πιο ευνοϊκές για τον κόσμο της σάτιρας.

Ο Καρλ Μαρξ είπε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται πρώτα σαν τραγωδία και κατόπιν σαν φάρσα. Ο Μπους κατάφερε να κάνει και τα δύο ταυτοχρόνως. Και πρόσφερε πλούσιο υλικό σε μίμους και κωμικούς ανά τον κόσμο. Ηταν εύκολη υπόθεση: αρκούσε να σηκώσεις λίγο τους ώμους, να σπρώξεις πίσω τους αγκώνες, να μορφάσεις σαν χιμπατζής, να πάρεις ύφος συγχυσμένο και να μιλήσεις. Με μικρές προτάσεις. Το κοινό άρχιζε ήδη να γελάει, προετοιμασμένο για όσα θα ακολουθούσαν. «Είπαν πως δεν υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στο Ιράκ και την Αλ Κάιντα. Ε, τώρα υπάρχει». «Εχω ένα μήνυμα γι' αυτούς τους βομβιστές αυτοκτονίας. Θα σας πιάσουμε».

Ο Μπους είχε πολλά εργαλεία του οπλοστασίου των κλόουν: Αστείο περπάτημα, αθώο ύφος, κωμική αδεξιότητα. Ηταν ικανός για όλα. Ή μήπως ήταν ανίκανος για όλα; Πάντως, ήταν αυτός που γέλασε τελευταίος: Πέρασε οκτώ χρόνια επικεφαλής του μεγαλύτερου στρατιωτικού μηχανισμού του κόσμου (εκτός κι αν υπολογίσεις τους Κινέζους, αλλά ο Μπους θα σου πει ότι ο δικός τους στρατός ήταν φτιαγμένος από πηλό. Σκέψου! Αλλα τέσσερα χρόνια και θα βλέπαμε πόλεμο εναντίον πήλινων στρατιωτών!).

Η θητεία του άρχισε και τέλειωσε με δύο από τις χειρότερες κρίσεις που χτύπησαν τη χώρα: την 11η Σεπτεμβρίου και την οικονομική ύφεση που άρχισε το 2007. Αφησε σίγουρα το σημάδι του στο Ιράκ, στη στιβάδα του όζοντος, στη Γουόλ Στριτ. Κληρονόμησε ένα πλεόνασμα προϋπολογισμού 128 δισ. δολαρίων το 2001. Η πρόβλεψη για το 2009 είναι έλλειμμα 482 δισεκατομμυρίων. Δεν είναι και λίγα όλα αυτά.

Επιπλέον, η μετατροπή της σχετικής συμπάθειας για τις ΗΠΑ το 2001 σε καχυποψία και εχθρότητα είναι επίσης μεγάλο επίτευγμα. Είναι πολύ εύκολο να στεκόμαστε στις γκάφες, στις αδεξιότητες, στα λεκτικά ατοπήματα. Δεν πρέπει να υποτιμάμε τον Μπους. Από πολλές απόψεις, ήταν κάτι σαν Δούρειος Ιππος. Πέρα από τις προφανείς ομοιότητες -ξύλινο περίβλημα, φαινομενική αθωότητα, αδειανό κεφάλι- ήταν το τέλειο όχημα για την κουστωδία νεοσυντηρητικών που βγήκαν και μας κατακτήσανε.

Επισκιασμένος διανοητικά από τον Κλίντον, ο Τόνι Μπλερ πρέπει να νόμιζε ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ ευκολότερα με τον Μπους. Πόσο άδικο είχε.

Και τώρα; Μήπως πάλι κινδυνεύουμε η «Ομπαμαμανία» να μετατραπεί σε «Ομπαμαφοβία»; Ο χρόνος θα δείξει.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_18/01/2009_299415



σκίτσα του Γ.Ιωάννου

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Παραλαμβάνοντας καμμένη γη. Η παρακαταθήκη του Μπους και ο Ομπάμα.
Του Στ. Κούλογλου

Το πρώτο δώρο που παίρνει με την ενθρόνιση του ο Μπάρακ Ομπάμα ήρθε από το Ισραήλ.


Η εσπευσμένη αποχώρηση του Ισραηλινού στρατού από την Γάζα στρέφει τα μάτια όλου του πλανήτη προς την Ουάσιγκτον. Η τελετή θα έχανε μεγάλο μέρος από την λάμψη της αν στις τηλεοπτικές οθόνες εξακολουθούσαν να παρελαύνουν τα πτώματα των παιδιών και οι μαυροφορούσες γυναίκες της Παλαιστίνης.

Όμως το κουτί του δώρου περιέχει και μια μικρή ωρολογιακή βόμβα: όσο εύκολα έφυγαν τα ισραηλινά στρατεύματα τόσο γρήγορα μπορούν να ξαναγυρίσουν, αν ο νέος πρόεδρος δεν δείξει την απαιτούμενη προσήλωση στον στρατηγικό σύμμαχο των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή. Στην λέξη προσήλωση, καλύτερα διαβάστε δουλικότητα.

Δεν είναι τυχαίο ότι στις 11 Ιανουαρίου ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Εχούντ Ολμέρτ ταπείνωνε κυριολεκτικά τις ΗΠΑ σε μια δημόσια ομιλία του, στην οποία διηγήθηκε πως με ένα τηλεφώνημα επέβαλλε στον Μπους να αλλάξει την ψήφο των ΗΠΑ στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.

«Είπα δώστε μου τον πρόεδρο στο τηλέφωνο, διηγήθηκε ο Ολμερτ. Μου είπαν ότι έβγαζε λόγο στη Φιλαδέλφεια. Είπα ότι δεν με νοιάζει, πρέπει να του μιλήσω. Πράγματι, κατέβηκε από το βήμα και μου μίλησε». Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός ήθελε να μιλήσει στον Μπους επειδή είχε μάθει ότι οι ΗΠΑ θα ψήφιζαν υπέρ της κατάπαυσης του πυρός στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Μετά την συνδιάλεξη ο Μπους τηλεφώνησε στην υπουργό Εξωτερικών Κοντολίζα Ράις και της είπε να αλλάξει θέση και να απέχει από την ψηφοφορία. «Βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση», κατέληξε ο Ολμέρτ.

Αντίθετα με τον Μπιλ Κλίντον που προσπάθησε, πάντα στα πλαίσια μιας πιο έξυπνης και διακριτικής υποστήριξης του Ισραήλ, να εφαρμόσει μια πολιτική κάποιων ισορροπιών με τον Αραβικό Κόσμο, ο Τζωρτζ Μπους παραδίδει στον Μπάρακ Ομπάμα ένα Ισραήλ πλήρως ανεξέλεγκτο και τόσο σίγουρο για τον εαυτό του ώστε να διαλαλεί δημοσίως ότι «περνάει γραμμή» στις ΗΠΑ. Αναγκασμένος από τα πράγματα να υποστηρίζει το Ισράηλ σε κάθε του κίνηση, ο νέος πρόεδρος θα εκτεθεί στα μάτια της ανθρωπότητας στην περίπτωση μιας νέας Γάζας ή ενός νέου Λιβάνου.

Αλλά η κληρονομία του Μπους δεν σταματάει εδώ. Ο νέος πρόεδρος παραλαμβάνει μια οικονομία που φλερτάρει με την κατάρρευση. Μέσα στο 2008 χάθηκαν 2.600.000 θέσεις εργασίας, από τις οποίες οι 1.900.000 τους τελευταίους τέσσερις μήνες. Πρόκειται για το χειρότερο ρεκόρ μετά το 1945 όταν τελείωσε ο πόλεμος και οι στρατιώτες γύρισαν στην πατρίδα, ενώ και στους άλλους τομείς της οικονομίας η εικόνα δεν είναι καλύτερη. Το έλλειμμα του προυπολογισμού φτάνει στα 1.200 δις $ και τριπλασιάζεται από την μια χρονιά στην άλλη, ενώ κάθε μέρα σχεδόν κυκλοφορούν φήμες για την κατάρρευση μιας ακόμη μεγάλης τράπεζας.

Παρόμοιες είναι οι Μπουσικές παρακαταθήκες στο χώρο της εξωτερικής πολιτικής, με τα ανοιχτά μέτωπα στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και την εικόνα των ΗΠΑ στον κόσμο να είναι χειρότερη από ποτέ άλλοτε. Το παράδοξο εδώ είναι ότι αυτή η πολύ κακή κληρονομιά αποτελεί συγχρόνως μια ευκαιρία για τον Ομπάμα. Η συγκίνηση και το ενδιαφέρον που προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί η εκλογή του σε όλο τον κόσμο, δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι είναι Μαύρος, αλλά και στην προσμονή μιας διαφορετικής αντιμετώπισης των διεθνών προβλημάτων από την πρώτη δύναμη του πλανήτη.

Ο Ομπάμα ξεκίνησε ήδη αυτή την πολιτική ενός «ιμπεριαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» αναγγέλοντας το κλείσιμο του Γκουαντάναμο και τον τερματισμό των βασανιστήρίων που είχε ευλογήσει το καθεστώς Μπους. Το ίδιο και στον αντιδημοφιλή διεθνώς πόλεμο στο Ιράκ, από όπου θέλει να αποσύρει γρήγορα τα αμερικανικά στρατεύματα. Οπως όμως έχει εξηγήσει, οι στρατιώτες που θα περισσέψουν θα σταλούν στο Αφγανιστάν όπου η κατάσταση χειροτερεύει καθημερινά. Αν βάλει σε εφαρμογή τα σχέδια του, κινδυνεύει να βρεθεί σε λίγο καιρό σε ένα ανάλογο αδιέξοδο με αυτό του Ιράκ.

Στο εσωτερικό μέτωπο, οι επιλογές των βασικών συνεργατών του δεν σηματοδοτούν κάποια ριζική αλλαγή. Η νέα υπουργός Εργασίας που έχει πολύ καλές σχέσεις με τα συνδικάτα και υπόσχεται μια λιγότερο αντιεργατική πολιτική θα κάθεται στο υπουργικό Συμβούλιο, δίπλα στην «κεντρώα Δημοκρατική» Χίλαρυ Κλίντον και τον Ρόμπερτ Γκέιτς, υπουργό Αμυνας του Μπους. Οι 22 από τις 35 πρώτες επιλογές του Ομπάμα είναι απόφοιτοι των κορυφαίων Πανεπιστημίων που τροφοδοτούν την ελίτ της Αμερικανικής κοινωνίας. Πρόκειται όμως για μια ομάδα ανθρώπων τελείως απομονωμένη από τα προβλήματα του «μέσου Αμερικανού» και πολύ περισσότερο των Μαύρων που υποστήριξαν θερμά και ψήφισαν τον Ομπάμα.

Τόσο στην οικονομική και την κοινωνική όσο και την εξωτερική πολιτική, ο νέος πρόεδρος δείχνει να κλείνει προς ένα «φωτισμένο» κεντρώο δρόμο, αριστερότερα από τον Κλίντον και πιο δεξιά από τα αιτήματα του κινήματος της αλλαγής και των νέων που τον έφεραν στην εξουσία.

Το ένα ερώτημα είναι αν αυτές οι μετριοπαθείς αλλαγές απαντούν στην βαθιά κρίση της αμερικανικής κοινωνίας. Το άλλο είναι ότι οι νέοι που το ψήφισαν δεν φαίνονται διατεθειμένοι να του παραχωρήσουν εν λευκώ την διαχείρηση της εξουσίας. Το κίνημα πολιτών είναι εξαιρετικά ανεπτυγμένο στις ΗΠΑ, χάρις και στο ίντερνετ, και οι πρώτες εκδηλώσεις θα φανούν σήμερα, στο περιθώριο της τελετής ενθρόνισης. Μπορεί να μην δούμε ριζικές αλλαγές τα ερχόμενα 4 χρόνια αλλά οι εξελίξεις θα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Και θα επηρεάσουν όλο τον πλανήτη.