25 Ιουν 2008

Οι μπουνταλάδες κι οι ευλογημένοι - Δύο μέτρα και δύο σταθμά

Ωστε λοιπόν εκδηλώθηκε «εθνικιστικός παροξυσμός στην Τουρκία», ενώ «οι πανηγυρισμοί των Τούρκων ήταν απαράδεκτοι». Αυτή τουλάχιστον ήταν η ετυμηγορία κάποιων ελληνικών καναλιών, η οποία προέκυψε προφανώς ύστερα από τις συνήθεις βαθιές σκέψεις και καταπονητικές συσκέψεις, αν και δεν είναι εντελώς απίθανο να υπαγορεύτηκε και από μια κάποια ζήλια για τη νικηφόρα πορεία της τουρκικής εθνικής ομάδας, στους αντίποδες της ελληνικής υποχώρησης. Και αυτήν την άποψη προώθησαν βροντωδώς από τα κεντρικά ειδησεογραφικά δελτία τους, μια άποψη που βρήκε γρήγορα το αντίστοιχό της σε στήλες εφημερίδων, αθλητικών και πολιτικών, καθώς και σε ραδιοφωνικά σχόλια εκπομπαρχών ή τηλεφωνούντων ακροατών. Δεν παρέλειψαν βέβαια να προβάλουν και τις επίσης επιτιμητικές (έως χλευαστικές) για τους Τούρκους διαγνώσεις των ποδοσφαιρολογούντων προσκεκλημένων τους, που εμφανίστηκαν και αυτοί υπερασπιστές της πατροπαράδοτης αντίληψης που θέλει τους Τούρκους «μπουνταλάδες», «απολίτιστους», παρακατιανούς. Ωρες ώρες πάντως καταλήγει να πιστεύει κανείς ότι με τόσο αβαθή σκέψη και τόσο ρηχή γλώσσα των εν λόγω ειδικών και «ειδικών», δεν θα μπορούσαμε να περιμένουμε τίποτε καλύτερο από το ελληνικό ποδόσφαιρο. Αν δεν ξέρουμε να διαβάσουμε τα «γραπτά» της μπάλας, έτσι καθηλωμένοι όπως παραμένουμε στο «απάνω τους, παιδιά, φάτε τους», παρά την κάποια επιστράτευση σύγχρονης τεχνολογίας, γραφημάτων και στατιστικών, δεν μπορούμε και να ελπίζουμε ότι θα παίξουμε καλύτερα από όσο προοικονομεί το σύστημα που φέρει την ονομασία «ελληνική ψυχή».

Καμία αντίρρηση λοιπόν. Για εθνικιστικό παροξυσμό πρόκειται, ο οποίος δεν έχει ποιοτική διαβάθμιση ούτε «ευγενής» μπορεί να είναι ούτε «ήπιος», όπως διαρκώς πιστεύουμε πως είναι ο δικός μας. Για έναν από τους συνήθεις παροξυσμούς που παρατηρούνται σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου έπειτα από κάποιες σπουδαίες νίκες στο ποδόσφαιρο, στο μπάσκετ ή και στον στίβο (για να μην προσθέσουμε τη Γιουροβίζιον και τα καλλιστεία ημίγυμνης σαρκός), παντού όπου ο κόσμος, αυθορμήτως ή καλά δασκαλεμένος, φτάνει να πιστεύει ότι δυο-τρεις νίκες στα γήπεδα δεν δίνουν απλώς μια προσωρινή χαρά αλλά αρκούν για να γραφτείς στον χάρτη της οικουμένης και στις δέλτους της ιστορίας. Το είχαν πιστέψει αυτό και οι εθνικοκρατικώς φρέσκοι Κροάτες, με την τρίτη θέση τους στο Μουντιάλ της Γαλλίας, το 1998, το πίστευαν παλαιότερα Σοβιετικοί και Ανατολικογερμανοί, που οι χώρες τους απλώς δεν υπάρχουν πια, παρά την τόση αθλητική τους δόξα, το πιστεύουν τώρα Πορτογάλοι και Τούρκοι και όσοι άλλοι βλέπουν κατά περίσταση τα άστρα να ευνοούν τα όποια τους χαρίσματα. Το είχαμε πιστέψει και εμείς το 2004, το 'λεγαν άλλωστε και οι πολιτικοί μας ηγέτες μηρυκάζοντας τα κλισέ της «εθνικής υπερηφάνειας»· είχαμε πιστέψει ότι στρογγυλοκαθίσαμε διά παντός στον Ολυμπο της δόξας, γι' αυτό και τώρα, μετά τη λογικότατη αποτυχία, νιώθουμε να κατρακυλάμε «ντροπιασμένοι» στα Τάρταρα, με τις σημαίες διπλωμένες και τις κόρνες βουβές.

Ωστόσο... Ωστόσο οι ίδιοι δικαστές που τώρα, με τον αέρα του Ευρωπαίου να φουσκώνει το μυαλό τους ή απλώς να σηκώνει σκόνη και να τους εμποδίζει να βλέπουν καλά, ψέγουν τους γείτονες για τον εθνικισμό τους, οι ίδιοι ακριβώς υμνολογούσαν τον δικό μας λαό, εμάς, όταν το 2004, με το Γιούρο και τους Ολυμπιακούς, πράτταμε και λέγαμε ακριβώς τα ίδια. Για εθνικισμό ούτε λέξη δεν ψέλλιζαν τότε τα κανάλια μας, τα οποία άλλωστε δεν είχαν αρκεστεί στον ρόλο του καταγραφέα αλλά έπαιζαν τον πυροδότη και τον συδαυλιστή. Ολα ήταν καλά καμωμένα και χαριτωμένα, γιατί, απλώς, «ήταν δικά μας». Ούτε κιτς έβλεπαν πουθενά οι δίαυλοι ούτε υπερβολές ούτε βαναυσότητα, όπου υπήρχε. Φρόντιζαν μάλιστα να απωθούν στο περιθώριο της μη είδησης τόσο τα ξενοφαγικά συνθήματα («Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ, Αλβανέ...»), που ακούγονταν επί ημέρες και όχι άπαξ και μαζικά και όχι από λίγα στόματα, όσο και τις άγριες επιθέσεις παραληρούντων από ενθουσιασμό «γαλαζοστρατιωτών» εναντίον ξένων πάσης καταγωγής και παντός χρώματος· και είχαν προπηλακιστεί τότε ακόμα και ξένοι που πανηγύριζαν και αυτοί τις ελληνικές νίκες στους δρόμους των πόλεών μας, υποθέτοντας οι άμοιροι ότι η χαρά ανοίγει και το μυαλό του ανθρώπου, εκτός από την καρδιά του, του δίνει την ευρυχωρία που του αρμόζει.

«Νικήσαμε γιατί είμαστε Τούρκοι» λένε λοιπόν μπροστά στις κάμερες οι Τούρκοι, ορισμένοι Τούρκοι, ενθουσιασμένοι από τις νίκες της εθνικής τους. «Οι Ελληνες έχουν μέσα τους το γονίδιο της νίκης» έλεγαν τότε οι Ελληνες, ορισμένοι Ελληνες, ανάμεσά τους και κορυφαίοι αθλητές και αθλητικολόγοι. Τότε όμως επρόκειτο, περίπου, για αυστηρή επιστημονική διαπίστωση ή για δωρεά θεϊκή, ενώ τώρα έχουμε «εθνικιστικό παροξυσμό». «Ο Τούρκος πρέπει να προχωράει, ποτέ του να μη σταματάει» τραγουδούν τώρα οι Τούρκοι. Κι εμείς, τότε, που πάνω στο μεθύσι μας είχαμε παραποιήσει ακόμα και τον εθνικό ύμνο και τον είχαμε προσαρμόσει σε νέες ιδέες και αξίες, δεν είχαμε αφήσει ομοιοκαταληξία για ομοιοκαταληξία σεξιστικού περιεχομένου για να δείξουμε σε Γάλλους, Τσέχους, Πορτογάλους τι εστί ελληνική λεβεντιά. Τότε όμως επρόκειτο για όμορφη εκδήλωση όμορφων αισθημάτων, ενώ τώρα έχουμε καραμπινάτο «εθνικιστικό παροξυσμό».

Τον Θεό (τους) ευχαριστούν και δοξάζουν τώρα οι Τούρκοι, δηλώνοντας βέβαιοι ότι από εκείνον έλαβαν τη δύναμη για να νικήσουν στο τελευταίο λεπτό των καθυστερήσεων την Ελβετία και να ξεπεράσουν με 3 - 2 τους Τσέχους παρότι έχαναν 2 - 0 ένα τέταρτο πριν τελειώσει ο αγώνας. Κι εμείς, τότε, τον Θεό (μας), τον «Θεό της Ελλάδας», δοξάζαμε για τα τρόπαια και τα μετάλλιά μας και σκηνοθετούσαμε στο Καλλιμάρμαρο τελετές υποδοχής με παρούσα την πολιτική και την εκκλησιαστική ηγεσία, η οποία μοίραζε εικονίτσες στους νέους τροπαιοφόρους· ακόμα και το γεγονός ότι στον τελικό είχε σεντράρει ένας Αγγελος (ο Μπασινάς) και είχε σκοράρει ένας δεύτερος Αγγελος (ο Χαριστέας) το είχαμε εισπράξει σαν πεντακάθαρο και αναμφισβήτητο ουράνιο σημάδι, σαν αμάχητη βούληση Θεού. Τότε όμως επρόκειτο για έκφραση υψηλού θρησκευτικού φρονήματoς, ενώ τώρα έχουμε πρωτογονισμό και βέβαια «εθνικιστικό παροξυσμό».

«Τι δε βλέπεις το κάρφος εν τω οφθαλμώ του αδελφού σου, την δε εν τω σω οφθαλμώ δοκόν ου κατανοείς;» Παμπάλαιο το ερώτημα, διατυπωμένο από τον διαπορούντα Χριστό και καταγεγραμμένο από τον Ματθαίο, παραμένει αναπάντητο. Βλέπουμε βέβαια ό,τι θέλουμε να δούμε και προβάλλουμε πάνω στα πράγματα τα σχήματα που έχει ήδη ετοιμάσει το μυαλό μας· σαν να λέμε, έχει καρφωθεί πέντε φορές η μπάλα στα δίχτυα μας κι εμείς παραμυθιαζόμαστε λέγοντας πως είχαμε δύο δοκάρια. Τα δικά μας ψεγάδια τα παραγνωρίζουμε κι ας είναι κραυγαλέα, εκτός πια και καταδεχτούμε να μιλήσουμε γι' αυτά σαν να είμαστε κάποιοι τρίτοι, άψογοι, αμέτοχοι σε ό,τι εννοούμε ως εθνικά γνωρίσματα. Αντίθετα, τα ψεγάδια των άλλων, ιδιαίτερα αν τους έχουμε ταξινομήσει στους «εθνικούς εχθρούς», τα μεγεθύνουμε, τα υπερτονίζουμε και τα υπερπροβάλλουμε. Καμία ωφέλεια δεν έχουμε όμως έτσι, πέρα από το να ικανοποιούμε προσωρινά τον εγωισμό μας. Οσο εύκολο μας είναι να λέμε ότι οφείλουμε να διδασκόμαστε από τα λάθη μας και τα παθήματά μας και να πετάμε διδακτικά κάποια σχετική παροιμία ή ένα αρχαίο ρητό τόσο δύσκολο είναι να επιτρέψουμε στα λεγόμενά μας να αποκτήσουν στοιχειώδη έστω σχέση με την πραγματικότητα, και ακόμα πιο δύσκολο να πάψουμε να χρησιμοποιούμε τη βολικότατη μέθοδο των δύο μέτρων και των δύο σταθμών. Ε, τι. Να 'ναι δική σου η ζυγαριά και να μην τη χρησιμοποιείς κατά τη βούλησή σου, ποιος το αντέχει;


Tου Παντελη Μπουκαλα

Δεν υπάρχουν σχόλια: