Πάνε πεντέξι χρόνια. Επισκέπτης στον αρχαιολογικό χώρο του Δίου, αρκετά κοντά στη Βεργίνα θαύμασα πρώτα τα ευρήματα του Μουσείου και του κεντρικού, φυλασσόμενου χώρου, κι ύστερα προχώρησα στη γειτονική, «υποδεέστερη» αρχαιολογική περιοχή, επίσης προστατευόμενη, πλην με πρόχειρο φράχτη. Σε λίγο ακούστηκαν κουδούνια και βελάσματα· ο τσοπανάκος έσυρε την ταπεινή αμπάρα και το κοπάδι πέρασε δίπλα στα υπολείμματα του ναού της Ίσιδας, ομολογώ με κάποια συστολή, αποκτημένη έπειτα από ποιος ξέρει πόσες φωνές του βοσκού. Μάλλον φυσική η ενόχληση, καταπραΰνθηκε κάπως από την παρατήρηση του πιτσιρίκου μου: «Έλα μωρέ μπαμπά, πέτρες είναι. Κι από πού θα περάσουνε τ' αρνάκια;». Για αιώνες ολόκληρους, σκλαβωμένους αιώνες, κι όσο το όνομα «Έλλην» χανόταν μέσα στις στοές της μνήμης, πέτρες ήταν, σωριασμένες οι πιο πολλές από την επιθετική νέα θρησκεία. Τις έτρωγε ο χρόνος· η ανάγκη έλιωνε τα μάρμαρα και κέρδιζε ασβέστη, κέρδιζε φάρμακο δηλαδή. Κι όταν με τον καιρό ακούστηκε το μακρυγιάννειο εκείνο «για τούτες εδώ τις πέτρες πολεμήσαμε», για σαλό θα τον πέρασαν οι πολλοί τον στρατηγό, όπως σήμερα ακόμη περνάμε εμείς για σαλούς τους Γιαπωνέζους ή τους Γερμανούς που ξεφυτρώνουν και στα ερείπια εκείνα που δεν τα υποδεικνύει κανένας χρηστικός τουριστικός χάρτης. Ώσπου αποδείχθηκε πως οι πέτρες δεν είναι μόνο κειμήλια και παρακαταθήκη και αίγλη, δεν είναι μόνο πόρος της μνήμης αλλά και πόρος του χρήματος.
Πόσα μέρη της Ελλάδας δεν χρωστάνε τη μισή τους τουλάχιστον φήμη, άρα και τους μισούς επισκέπτες τους, στα μάρμαρά τους; Και κάπως έτσι, πήρε ελαφρώς το χρώμα της ιδιοτέλειας η αγάπη μας γι' αυτά. Τα έχουμε ανάγκη, άρα τα νοιαζόμαστε, κι ας μη μας φέρνει πολύ συχνά ο δρόμος μας ως αυτά, γεγονός πάντως που δεν μας απαγορεύει να οργιζόμαστε για τα ποικίλα ελγίνεια. «Πόσοι ανεβαίνουν ως εδώ;», ρώτησα λίγα χρόνια πριν το φύλακα στον θαυμαστό Επικούρειο Απόλλωνα -μια πρόκληση προς το ύψος των θεών-, στα βουνά της Πελοποννήσου. «Πες χίλιοι τον Ιούλιο κι άλλοι τόσοι τον Αύγουστο. Οι εφτακόσιοι ξένοι. Κι έχουν και τα βιβλία τους με όλη την ιστορία. Ενώ εμείς, ένα δίφυλλο δίνουμε, κι αν δεν έχει τελειώσει». Κι οι πέτρες, πέτρες μένουν, φόντο σε αναμνηστικές φωτογραφίες.
Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ
Αφιερωμένο στο (σχεδόν) επίτηδες παραμελημένο στολίδι του Δεσποτικού, στο οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να αναφέρεται το παραπάνω άρθρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου