Η παραπλάνηση μιας ξεχασμένης ιστορίας. «Παραδοσιακό χρώμα Κυκλάδων».
Ο εντυπωσιασμός του μεγάλου Γάλλου αρχιτέκτονα Le Corbusier για τα σπίτια των νησιών (επισκέφθηκε τη Σέριφο, την Μύκονο τη Σαντορίνη και την Αίγινα), ήταν ένα ισχυρό κίνητρο για τους Έλληνες αρχιτέκτονες του μεσοπολέμου, να παρουσιάσουν επιτέλους, μια «ελληνοποιημένη» συνταγή στην αρχιτεκτονική τους σχεδίαση. Οι περισσότεροι μηχανικοί-αρχιτέκτονες, σπουδαγμένοι στο εξωτερικό, συνήθιζαν μέχρι τότε ν' αντιγράφουν στην Ελλάδα, ξένα σχεδιαστικά πρότυπα. Όταν λοιπόν άκουσαν τον Le Corbusier ν' αναφέρεται στην Αθήνα το 1933, από το βήμα του 4ου Συνεδρίου της Μοντέρνας Τέχνης, για την πλαστικότητα των μορφών, για την εναλλαγή ήλιου και σκιάς, για τη σκηνική ζωντάνια των σπιτιών στις Κυκλάδες, εντυπωσιάστηκαν. Έτσι βάλθηκαν στη συνέχεια να προβάλουν τη νησιώτικη αρχιτεκτονική, μέσα από επιτηδευμένα πρότυπα σχεδίων (εφαρμόζοντάς τα, στο αστικό χώρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης).
Ο Le Corbusier, περιδιαβαίνοντας τους οικισμούς της Τουρκίας, Ελλάδας, Τυνησίας, Ισπανίας, που είχαν ακόμη έντονη την καστρική συνεκτική τους μορφή, παρατήρησε ότι ο δυνατός ήλιος πάνω στα δώματα των σπιτιών, έφτιαχνε ένα δυναμικό χρωματισμό. Θεώρησε λοιπόν το λευκό χρώμα ως μέσον, ως φόντο στο όραμά του, για μια κοινή μορφοπλαστική αισθητική, μέσα στον ενιαίο γεωγραφικό, ιστορικό και πολιτιστικό τοπίο της Μεσογείου. Πέρα όμως απ' αυτά, το χρώμα έχει μια παλιά ιστορία στα σπίτια της Μεσογείου κι αυτό ο Le Corbusier το αναγνώριζε. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά, ο άνθρωπος που θέλει να ζει πραγματικά, χρησιμοποιεί τους χρωματισμούς (περιοδικό «20ος αιώνας», «Αέρας, Ήχος Φως» 1933).
Η συνήθεια να ασβεστώνονται (να χρωματίζονται) τα σπίτια στην Ελλάδα, έρχεται από πολύ παλιά. Από την εποχή των αρχαϊκών πόλεων. Το ασβεστοκονίαμα (ασβέστης, άμμος μαζί με φυτικές και ζωικές ίνες), γίνονταν ο παραδοσιακός σοβάς, μέσα κι έξω από το οίκημα, τον καιρό των Μυκηναίων. Στην εποχή του Βυζαντίου, χρησιμοποιήθηκε ο ασβέστης, που τον έλεγαν «χωρύγι», ως υλικό στερέωσης των κατοικιών. Όπως μας πληροφορεί ο Λέων Σοφός (886-912 ), αναφερόμενος στις λιθοκατασκευές (στα λιθοπηλόκτιστα), ανακάτευαν τον ασβέστη με την πορσελάνη κι έριχναν κομμάτια κεραμιδιών κι άχυρα, για να δέσει το μίγμα. Η συγκεκριμένη λάσπη λέγονταν «έμπηλον». Το 1350 μ.Χ. όταν την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου κατέτρωγε η επέλαση της πανώλης, από την Σάφα (της Κριμαίας), η Δημοκρατίας της Γένοβα, με υγειονομικές διαταγές, επέβαλε στην Προβηγκία, την Κορσική και τη Βόρειο
Ιταλία, υποχρεωτικό το προληπτικό ασβέστωμα των σπιτιών και των γύρω χώρων. (Hecker JFC «The epidemics of the Middle Ages» Λονδίνο 1844).
Στη συνέχεια, γύρω στο 1440, το μέτρο του υγειονομικού ασβεστώματος των σπιτιών, πήγε στην Ισπανία και ακολούθησαν οι αραβικές πόλεις της Μεσογείου. Στην ανατολική Μεσόγειο αναφέρεται, ότι το 1617, με διαταγή του πασά της Λευκωσίας, υποχρεώνονταν οι κάτοικοι της Κύπρου ν' ασβεστώνουν δυο φορές το χρόνο τα σπίτια τους. (La Verne Kunke «The black death in Middle Ages»). Οι Άγγλοι, από το 1650 εφάρμοσαν τη συστηματική μέθοδο της ασβέστωσης των σπιτιών, για προληπτικούς λόγους. Eπεξεργάστηκαν τον ασβέστη, με τη βοήθεια του κλίβανου(ασβεστοκάμινου) που επινόησαν. Από το Γιβραλτάρ (από το 1704 που το κατέκτησαν), διέδωσαν τη συνήθεια του ασβεστώματος, σ' όλα τα λιμάνια της Μεσογείου, ως μέτρο προστασίας για τη δημόσια υγεία.
Από τον 16ο αιώνα το άσπρο, έγινε το κυρίαρχο χρώμα στο βάψιμο των εκκλησιών και των βασιλικών κτισμάτων. Μ' αυτό τον τρόπο δηλώνονταν (μέσω του πανάχραντου, του πάλλευκού), η θεοσέβεια και η ισχύς. Το λευκό χρώμα ταυτίστηκε με τον (άσπιλο) χριστιανό, με την θεόπνευστη εκκλησιαστική εξουσία, που αντιπροσώπευε το Θείο μήνυμα επί της Γης με τον μονάρχη, που οι βουλές του είχαν πηγή γνώσης το Αγιο Πνεύμα. Η Παναγία ζωγραφίστηκε σε άσπρο και μπλε (η παρθένος λευκότητα και η ουράνια καταγωγή της με το γαλάζιο). Στο 19ο αιώνα, ο Πάπας ορίζει ότι κάθε παρέκκλιση από το λευκό και γαλάζιο χρώμα για την Παναγία, είναι αιρετική πράξη (Almer Bulter Greenfield «The perfect Red»).
Το άσπρο ήταν τον 18o αιώνα, το αγαπημένο χρώμα του Ρομαντισμού. Έγινε συνήθεια να βάφονται τ' αστικά οικήματα άσπρα, για να τονιστεί η πνευματικότητα του ιδιοκτήτη, η αγνότητα της ψυχής του, η αλτρουιστική του διάθεση προς τον συνάνθρωπο. «Τα άσπρα σπίτια» στην εξώπορτά τους, είχαν ένα σύμβολο αγγέλου, αγίου, σταυρού, ήταν οι χώροι, που η αμαρτία δεν είχε πόρτα να διαβεί. Τη συνήθεια αυτή υιοθέτησαν κι οι μουσουλμάνοι, πού έξω από τα σπίτια τους, στον λευκό ασβέστη, έγραφαν με κόκκινα, μαύρα και πράσινα χρώματα, αποσπάσματα του κορανίου. Ήταν η εποχή που καθιερώθηκε η λευκή σημαία, ως σύμβολο υποταγής (παράδοσης), φιλίας, μετάνοιας, μεταξύ των εμπόλεμων. (John Hopper «The meaning of the flags» Ν.Υ. 1984).
Τα επίσημα ορθόδοξα μοναστήρια στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (αυτά που είχαν ιδρυθεί και λειτουργούσαν με την άδεια του πασά κι από διάταγμα του Σουλτάνου) και οι τεκέδες (ισλαμικά μοναστήρια), ήταν βαμμένα άσπρα για λόγους νομιμότητας. Έτσι γνώριζαν οι σπαήδες (φοροεισπράκτορες), ποιοι μοναχοί ήταν εντάξει στις υποχρεώσεις τους κι είχαν καταβάλλει την εισφορά τους (Denis P.Hupchik «Culture and History in Balkans» N.Y 1994).
Ένα από τα παραδοσιακά επαγγέλματα (από το 16ο αιώνα κι εντεύθεν), ήταν οι ασβεστάδες. Γυρόφερναν στα χωριά και στις πόλεις κι έβαφαν τα σπίτια και τις εκκλησίες. Κουβαλούσαν μαζί τους, με τα μουλάρια και τα γαϊδούρια σβησμένο ασβέστη, που με το ανακάτεμα του νερού, έφτιαχνε το ασβεστόχρωμο γαλάκτωμα. Μερικοί στον ασβέστη πρόσθεταν λουλάκι ή ώχρα, για να κρατήσει θαμπή την ασπρίλα, για μην φαίνεται η βρώμα πολύ γρήγορα. Το λευκό χρώμα, με το γαλάζιο σταυρό (ένδειξη της θεοσέβειας και της προσήλωσης στη θάλασσα), ήταν ή πρώτη σημαία του επαναστατημένου ελληνισμού. Στη συνέχεια το άσπρο έγινε το σύμβολο του νεοκλασικισμού, από την Αρχαιολογική Εταιρεία, κι από τους αρχαιομανείς λόγιους του νεοσύστατου κράτους. Ο Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής, ήταν εκείνος που με τα γραπτά του επιδίωξε να συγκινήσει την ελληνική διανόηση και τους διεθνείς φιλολογικούς κύκλους, για τη διαχρονική αρετή της αρχαίας ελληνικής τέχνης, μέσα από την πάλλευκη ιερότητα. Στη συνέχεια τη σκυτάλη του «άσπρου» πήραν κι άλλοι συμπατριώτες μας, ακολουθώντας τις παλαιότερες απόψεις του Γερμανού αρχιτέκτονα και ιστορικού της τέχνης Γιόχαν Βίνκελμαν (1717-1768), που υποστήριζε (την άχραντη λευκότητα της αρχαίας τέχνης).
Ο Στέφανος Κουμανούδης το 1843, με το κείμενό του: « Που σπεύδει Τέχνη των Ελλήνων την Σήμερον», επιζήτησε να καθιερώσει τις αισθητικές αρχές του νεοκλασικισμού. Ήταν η περίοδος του ελληνικού ιδεαλισμού, που η Μεγάλη Ιδέα, έπρεπε να εδραιώσει την ελληνοκεντρικότητα της και να αντιπαρατεθεί στις απόψεις και θεωρίες, που διατύπωναν διανοητές της Ευρώπης, περί της ασυνέχειας των Ελλήνων. (Ο Αυστριακός Φαλμεράιερ, μιλούσε περί φυλετικής σύστασης του νεοελληνικού κράτους από αλβανόφωνους, σλαβόφωνους, βλαχόφωνους, κλπ).
Ο αρχιτέκτονας των ανακτόρων Αναστάσιος Μεταξάς (1862-1937), έφτιαξε το Παναθηναϊκό Στάδιο από άσπρο μάρμαρο, για να δείξει κι έμπρακτα αυτές τις αισθητικές του προτιμήσεις. Το παράδειγμά του ακολουθήθηκε κι από άλλους αρχιτέκτονες, που καθιέρωσαν σ' όλα τα σύγχρονα πνευματικά μνημεία, το άσπρο μάρμαρο και το λευκό χρώμα. Η εκτεταμένη αλλαγή των χρωματισμών στα αστικά σπίτια, άρχισε στην Γαλλία αρχικά μετά την γαλλική επανάσταση, για να δειχτεί η απείθεια προς τον κλήρο και στην βασιλική εξουσία. Σημειωτέον το μπλε και το άσπρο, ήταν τα χρώματα των Λουδοβίκων. Έτσι εδραιώθηκε ως βασικό χρώμα αντίθεσης σ' αυτούς, η κοκκινωπή ώχρα. Το κόκκινο, που ήταν ένα παρεξηγημένο χρώμα (ένδειξη της ακολασίας), έγινε το αγαπημένο χρώμα των επαναστατών (Michel Pastoureau «Histoire de le couleurs»).
Στη μόδα τα χρωματιστά κτίρια της Ευρώπης και πολλές κατοικίες στην Μεσόγειο, εμφανίζονται από τις αρχές του 19ου αιώνα. Τα χρωματιστά σπίτια, δεν έπαψαν ποτέ να υπάρχουν, στη μεσογειακή λεκάνη, από την αρχαιότητα, τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Διάφορες χρωστικές φυσικές ουσίες, προστίθονταν στον ασβέστη και έπαιρνε, την επιθυμητή απόχρωση. Στο νησί Μπουράνο, αλλά και στην παραπλήσια πόλη της Βενετίας, τα χρωματιστά σπίτια, έχουν παράδοση τουλάχιστον 12 αιώνων. Οι Ενετοί με την κάθοδό τους
στο Αιγαίο και με την απόκτηση κτήσεων στο Αρχιπέλαγος, συνέχισαν την προσφιλή τους συνήθεια να χρωματίζουν εξωτερικά κι εσωτερικά τα σπίτια και τα δημόσια κτίρια.
Στα σπίτια των νησιών και των παραθαλάσσιων περιοχών της Μεσογείου, το ασβεστωμένο σπίτι έγινε συνώνυμο της καθαριότητας, της επιμέλειας και της ομορφιάς, από τον 19ο αιώνα. Οι κάτοικοι της Νότιας Ιταλίας, στην Ισπανία, στα μεγάλα νησιά της Κορσικής, Σαρδηνίας, Μαγιόρκα, Μινόρκα και στην Βόρειο Αφρική (περιοχή Μακρέμπ), ήταν αναγκασμένοι να πληρώνουν πρόστιμο, αν δεν φρόντιζαν να καθαρίζουν και ν' ασβεστώνουν το σπίτι τους. Οι
συστηματικοί έλεγχοι των υγειονομικών αρχών ήταν συχνοί, για ν'αποφευχθούν πανδημίες, που εμφανίζονταν τότε κάθε τόσο και εξολόθρευαν ολάκερους πληθυσμούς. Οι πλέον ευάλωτοι κάτοικοι, ήταν οι παραθαλάσσιοι, που δέχονταν την επίσκεψη των πλοίων, με τους μολυσμένους επιβάτες και ναυτικούς.
Στα νεότερα χρόνια, στη Νεάπολη της Ιταλία του 1913 και στη συνέχεια στη Σικελία του 1925, όταν ξέσπασαν επιδημίες χολέρας, διατάχθηκε να ασβεστωθούν οι χώροι γύρω από τις κατοικίες, τις γεωργικές και κτηνοτροφικές αποθήκες. Στην Ελλάδα το μέτρο εισήχθη σε περιορισμένη έκταση το 1928, όταν ξέσπασε στην Αθήνα και αλλού η επιδημία του δάγκειου
πυρετού. Ο Μεταξάς, δέκα χρόνια αργότερα, έκανε με πρόταση της υγειονομικής υπηρεσίας, αναγκαστικό το μέτρο της ασβέστωσης καθ' έτος των σπιτιών της επαρχίας. για να αποτραπεί η διάδοση των μολυσματικών ασθενειών, που σάρωναν τότε την Ελλάδα. Διατάσσει, όλα τα σπίτια των νησιών (σοβαντισμένα κι ασοβάντιστα), για να προστατευτούν μ' αυτό τον τρόπο, από την μόλυνση της χολέρας, που μάστιζε εκείνη την εποχή την Ελλάδα κι είχε απλωθεί και στα οικόσιτα πτηνά. (Είχαν εμφανιστεί και άλλες μολυσματικές ασθένειες, όπως το τράχωμα στα μάτια κι όλα αποδόθηκαν στην μη τήρηση των κανόνων υγιεινής). Ο ασβέστης θεωρήθηκε το κατεξοχήν απολυμαντικό, αφού τότε ακόμη δεν ήταν διαδεδομένη η χρήση της χλωρίνης. Έτσι τα σπίτια στα νησιά γίνανε άσπρα (ακόμα και τα χρωματιστά), με την επίβλεψη του αυστηρού χωροφύλακα. Ο Μεταξάς, παρουσίασε την παράδοση ως μια γενικότερη ομογενειοποίηση των πάντων. Από τη στολή των φαλαγγιτών και των μαθητών, μέχρι το χρωματισμό των σπιτιών, όλα έπρεπε να συμμορφωθούν να ευθυγραμματιστούν, να
υπακούσουν στην τάξη και την ευπρέπεια.
Στη συνέχεια, με τις δύσκολες εποχές που ακολούθησαν (πόλεμος), το μέτρο της καταναγκαστικής βαφής ξεχάστηκε. Όμως μερικοί κράτησαν τον ασβέστη. Ο φόβος της φυματίωσης θέριζε εκείνα τα χρόνια. Όταν λοιπόν έρχονταν τα Χριστούγεννα, το Πάσχα κι ο Δεκαπενταύγουστος, ασβέστωναν το χωριό, από τους τοίχους μέχρι τα σοκάκια, για να 'χουν των υγειά τους και να δείχνουν παστρικά τα σπίτια. Το 1955, η τότε βασίλισσα Φρειδερίκη, μετά από προτροπές «κοσμικών κύκλων» (Ελένης Βλάχου, Σπύρου Μελά, Κώστα Μπίρη), παρουσιάζει στον Καραμανλή, ως πρόταση για να διαφημιστούνε τα νησιά μας, μια φωτογραφία πρότυπο, καλοσυντηρημένων σπιτιών στην Μύκονο, που είχαν στην ιδιοκτησία
τους, μερικοί ξένοι κι εγχώριοι κοσμοπολίτες αστοί στο νησί. Οι παλιές σκέψεις για το άσπρο χρώμα των σπιτιών της Μυκόνου του Le Corbusier, μπήκαν επίσης ως ισχυρό τουριστικό όπλο, στην προώθηση του σκοπού τους. Η συνταγή ήταν καλοφτιαγμένη. Η εικόνα του Αιγαίου: το άσπρο, το αγνό (καθάριο) χρώμα, σε συνδυασμό με το μπλε της θάλασσας, του ουρανού και της ελληνικής σημαίας. Έτσι έγινε το σήμα κατατεθέν της εποχής. Ο Μ.Ι. Παναγιωτόπουλος στις θέσεις και αντιθέσεις του ελληνικού τοπίου, γράφει: «Άσπρο, χρυσό και γαλάζιο, αυτό είναι η Μύκονος».
Ήταν τότε, πού η «εθνικοφροσύνη», μετρούσε και με το χρώμα της προτίμησής σου. Πόσο μπλε είσαι (Το κόκκινο, άλλωστε ήταν ο στιγματισμός των αντιφρονούντων!). Έτσι, προωθήθηκε ο «μύθος» των παραδοσιακών σπιτιών των Κυκλάδων. Άσπροι κύβοι, που ΄γιναν σπίτια με λιτό διάκοσμο, με μπλε παράθυρα και πόρτες, με δυο γλάρους συμπλήρωμα κι ένα ήλιο αντίκρυ τους. Το μοντέλο της οικοδομής των σπιτιών της Μυκόνου, έγινε ρεπλίκα από τους καθοδηγητές του ΕΟΤ. Σλόγκαν προσέλκυσης τουριστών. Μέχρι και ο πελεκάνος Πέτρος επιστρατεύτηκε. Η Μύκονος, από ένα απλό κυκλαδονήσι, μπήκε στο κέντρο του κοσμοπολίτικου Jet Set.
Κι από κει φτάσαμε στον αχταρμά. των καταπατητών της χούντας και των μετέπειτα image makers. Οι Κυκλάδες χάσανε τον αρχιτεκτονικό τους πολιτισμό και φτιάξανε σπίτια, από το δειγματολόγιο των εργολάβων του «μυκονιατισμού». Όλα τα υπόλοιπα κυκλαδονήσια, τρέχουνε ασθμαίνοντας, ν' αντιγράψουν, ότι πουλάει η πρωτοπόρος Μύκονος!
Μέσα σε λίγα χρόνια, η γειτονική Τήνος, η Πάρος, η Νάξος, η Σαντορίνη, γέμισαν με σπίτια -κουτιά που βάφτηκαν άσπρα, για να θυμίζουν κάτι από παρελθόν. Είναι αυτά, με τ' αλουμινοπαράθυρα και όλες τις άλλες ετοιματζίδικες ψευτο-κατασκευές, που βαφτίστηκαν: τα "γραφικά σπιτάκια" των νησιών», που σέβονται την παράδοση!
3 σχόλια:
Ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα για συζήτηση
Από πότε στην Αντίπαρο τα σπίτια είναι άσπρα?
Οι χρωματισμοί στη Σαντορίνη είναι λιγότερο παραδοσιακοί?
Αν αρχίσουμε και βάφουμε τα σπίτια μας με πλαστικούρες διαφόρων χρωμάτων θα είναι καλύτερα?
Τα νεοκλασικά στη Σύρα ήταν άσπρα με μπλε κουφώματα και γιατί οχι?
Γιατί η κοινότητα πήρε απόφαση το καλοκαίρι ότι το κίτρινο χρώμα στα κουφώματα δεν είναι παραδοσιακό?/
Ίδιο το πλαστικό άσπρο με τον ασβέστη?
Ίδιο το τουριστικό ντεκόρ με τα χρώματα της αυθεντικής ζωής των Κυκλάδων πριν 100 χρόνια?
Τι ακριβώς θέλουμε να καταναλώσουμε
Τι θέλει το μάτι μας και τι η ψυχή μας?
Γεια χαρά, από ένα σιωπηλό αναγνώστη σου. Εύγε για τα ωραία θέματα σου.
Γι αυτό το θέμα, θα ήθελα να προσθέσω, ότι κι οι δικοί μου παπούδες μου είχαν αναφέρει ότι το άσπρο χρώμα είναι εντελώς λάθος άποψη για τις Κυκλάδες.
Πιο συγκεκριμένα, ακόμη και η Παροικιά είχε χρωματιστά σπίτια. Μάλιστα, αν κάποιος κάνει βόλτα στην χώρα, και παρατηρήσει κάποια εγκαταλειμένα κτίρια, θα διακρίνει ότι κάτω από τον άσπρο σοβά υπάρχει, είτε πράσινος, είτε κόκκινος, είτε κάποιου άλλου είδους χρωματισμός.
Ίσως κάποιες κατοικιές, απομακρυσμένες από τους κύριους οικισμούς να είχαν άσπρο χρώμα, για λόγους μόνωσης. Όσο για το μπλε στα παραθυρόφυλλα, αυτό κι αν είναι παρεξήγηση...
kalo tha itan
an ypirhan palies tetoies photo, na tis vlepame!
V.
Δημοσίευση σχολίου