19 Σεπ 2008

Φως και φωστήρες

Ποιος είναι ο πιο επωφελής για τον τόπο και ποιος προσεταιρίζεται ποιον; ερωτήματα που πλανώνται ανάμεσα στα έρημα και στα δημοφιλή, στα σεμνά και στα άκομψα, στα μαύρα και στα κίτρινα, στα ψηφοθηρικά και στα διαμαρτυρόμενα ιστολόγια των δυο νησιών.

Κάπου πιο πέρα, άνθρωποι σκεπτόμενοι προβληματίζονται ορθότερα από εμάς και δείχνουν το δρόμο για να ξαναγίνουμε οι τυχεροί άνθρωποι που ζουν στο όμορφο Αιγαίο.

Όλα γύρω είναι φως, πάντα ήταν σ'αυτά τα μέρη, και όλοι αυτοί οι φωστήρες που ευαγγελίζονται ο καθένας τη δική του αλήθεια, από αυτό το ίδιο φως μας κλέβουν και το πουλάνε για δικό τους. Δικό μας.




«Κι όλα γύρω σου είναι φως...»
«φως το χέρι, φως το πόδι, / κι όλα γύρω σου είναι φως.»
Διονύσιος Σολωμός, Υμνος εις την ελευθερία.

Νερά σμαραγδένια, βαθυκύανα, ρυτιδωμένα απ’ το αεράκι ή καθρέφτες, παραλίες αγκαλιές θηλυκές, και βράχοι αγέρωχοι αρσενικοί, στις αμμοθίνες θυμάρια και μυρωδάτες λυγαριές, καπαριές να χύνονται απ’ την πέτρα και να αιωρούνται πάνω απ’ το κύμα, βότσαλα λευκόγκριζα γλυμμένα κόκαλα αρχαίων ζώων, και άμμος χρυσή, άμμος λευκή, ρυζάτη, πούδρα, και πάντα φως, όλα γύρω λιώνουν στο φως.

Αυτός ο παράδεισος παραδίδεται κάθε καλοκαίρι στον Ελληνα. Ακόμη κι ο έσχατος, ο μπατίρης, ο καταφρονεμένος, έχει την ευκαιρία του στη δημοκρατία του φωτός, ίση με όποιου άλλου προνομιούχου: να κολυμπήσει σε αυτά τα νερά, να λουστεί στο φως, να αφήσει τη θάλασσα την ανετυμολόγητη να μπει δριμεία στα ρουθούνια του, να ψηθεί στην αρμύρα, να θαμπώσει. Και να πιει ένα ποτήρι κρασί, ένα ούζο κάτω απ’ την καλαμιά, να γευτεί ένα ψαράκι. Και να υψωθεί. Για δυο στιγμές, ένα απομεσήμερο, ένα πρωινό, ένα απόγευμα. Να υψωθεί μες στην ευδαιμονική, τη μεταφυσική Δημοκρατία του Καλοκαιριού.

Γυρνούσαμε τα παράλια της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου. Διαπλέαμε ελιές και πέτρες, θάλασσες και κυπαρίσσια, τα πολλά πράσινα και τα πολλά γαλάζια, κι ανάμεσά τους τα γαιώδη του χώματος και της πέτρας. Ευλογημένοι τόποι, ιστορημένοι, περήφανοι, και τώρα ανυπεράσπιστοι, παραδομένοι όχι στην αμεριμνησία, αλλά στην απονιά και την απληστία. Ακούγαμε τους φίλους που μας φιλοξενούσαν και μας οδηγούσαν: πού αποβιβάστηκαν οι Βενετοί, πού έγινε η πολιορκία του τουρκόκαστρου, πού ήταν τα Μαυρομιχαλαίικα, από πού φόρτωναν σταφίδα, σύκα, λάδι, μετάξι, πρινοκούκκι, από πού ξεφόρτωναν βελούδα και καθρέφτες. Κάθε γωνιά, ιστορία. Κι όλη η θηλυκότητα των κάμπων και της θάλασσας, σκεπασμένη απ’ τον Ταΰγετο, ρωμαλέο, πλούσιο, αφειδώλευτο.

Πλούσιος πάντα ο τόπος, γενναιόδωρος. Δημοκρατικός. Δίνεται σε όλους, δίνει τα ουσιώδη: ομορφιά και συνείδηση. Δίνει· μα πρέπει να μπορείς να λάβεις. Να μπορείς να αναγνωρίσεις το δόσιμο, να αντιληφθείς το δώρο, να λάβεις τη χάρη· για να απολαύσεις και να ταπεινωθείς, για να χαρείς και να υψωθείς. Και να σκεφτείς.

Να σκεφτείς τη χάρη και το προνόμιο αυτής της φυσικής δημοκρατίας. Και να σκεφτείς τι κάνεις για να τη στερεώσεις και να τη βαθύνεις, να τη σώσεις ακέραια, όσο γίνεται, για να την παραδώσεις στους άλλους που ακολουθούν. Σαστίζεις με τον πλούτο, ευφραίνεσαι με τις εναλλαγές του ανέμου, δεν χορταίνεις να παρακολουθείς τη θάλασσα ν’ αλλάζει χρώματα και διαθέσεις, ρουφάς τη νυχτερινή αύρα στο μπαλκόνι των Κιτριών, κι όμως πίσω από την ευφορία ένα κεντρί: πώς ζουν οι Ελληνες αυτή την Ελλάδα; Γιατί ξέρεις, το ’χεις δει να ξετυλίγεται φλεγόμενο το σενάριο σε άλλα μέρη: το σενάριο της υπερανάπτυξης, της εκμετάλλευσης, της τάχα μου αξιοποίησης, της οικοπεδομανίας, όλα τσιμέντο και άσφαλτος, επιδοτούμενα, με δανεικά, με μαύρη εργασία, με ξεπούλημα.

Ο χειρότερος εχθρός αυτού του γενναιόδωρου τόπου είναι οι άνθρωποί του, αυτοί που απολαμβάνουν τα δώρα του. Οι μισοί απ’ αυτούς έχουν συνωστιστεί σε ένα λεκανοπέδιο, σε έναν τόπο θείο κάποτε, τσιμεντωμένο τώρα και εχθρικό. Ζουν κλεισμένοι σε αυτοκίνητα, με τεχνητό φωτισμό, αποκομμένοι από ρίζες και μέλλον, αποκομμένοι από την ενδοχώρα, τα νησιά, τους ανέμους και τα βουνά· o τόπος είναι τοπίο πια, αισθητικοποιημένο πακέτο προς κατανάλωση· ο τόπος άψυχος, άσαρκος, χωρίς ιστορίες και μύθους· ο τόπος είναι real estate: Εδώ πόσο πάει το στρέμμα; Ρωτάει τον ταβερνιάρη καθώς ρεύεται.

Ακόμη κι όταν θαυμάσει τον τόπο - τοπίο, όταν γευτεί προσώρας τα δώρα του, αυτός ο άνθρωπος σκέφτεται αμέσως πώς να ’χε ένα οικόπεδο να χτίσει, όχι πώς να χαρεί αυτό που του προσφέρεται δωρεάν· σκέφτεται να επιβληθεί, να γίνει κυρίαρχος, σπιτούχος, ιδιοκτήτης θέας. Δεν μπορεί να αρκεστεί στα μοναδικά δώρα του καλοκαιριού, να χορτάσει μες στην απλοχωριά της αυγουστιάτικης δημοκρατίας· δεν θέλει να είναι, θέλει να έχει.

Γυρνάμε την πέτρινη έξω Μάνη, γυρνάμε τη θηλυκή Φοινικούντα, γυρνάμε τα ανάλαφρα Κυκλαδονήσια, παντού αντικρίζουμε οικοδόμηση, γιαπιά, μπετά, αναμονές, καφετέριες, αυτοκίνητα, δρόμους για αυτοκίνητα. Και αγωνία για τη σεζόν, την τουριστική βεβαίως. Μετά την αισθητικοποίηση, ο τουρισμός: ο τόπος είναι για πούλημα.

Εδώ παραπάνω ο οικισμός λέγεται Γερμανικά, μας λένε. Οι Γερμανοί ήρθαν κι αγόρασαν χωράφια και ελαιώνες, έχτισαν σπίτια, οργανώθηκαν, ζουν εδώ. Οι ξένοι χτίζουν ωραία σπίτια, αρμονικά, αναστηλώνουν τα παλιά. Οπως στη Νάξο, όπως στην Πάρο, όπως στα Δωδεκάνησα... Φαίνεται ότι οι ξένοι αγαπούν τον τόπο σαν τόπο, όχι σαν τοπίο ή σαν οικόπεδο.

Γυρνάμε στην Αθήνα. Ευγνώμονες για τα δώρα που μας χαρίστηκαν, αλλά και μ’ ένα κέντρισμα. Είμαστε κατώτεροι του τόπου· ανάξιοι να τον αφουγκραστούμε και να τον ζήσουμε, αρμονικά, δημιουργικά, ευφορικά. Είμαστε ικανοί μόνο να τον καταναλώσουμε βουλιμικά, αρπακτικά, κυριαρχικά, ανηδονικά εντέλει. Σαν αδιάφοροι τουρίστες ή σαν άπληστοι οικοπεδούχοι. Και στις δύο περιπτώσεις, μοιραίοι. Και χαμένοι: η ομορφιά περνάει πλάι μας και δεν τη γευόμαστε· η ομορφιά δίδεται δωρεάν, αρκεί να την αναγνωρίζεις και να τη δρέπεις, όσο κρατάει, όσο δίδεται.

Γιατί γέρνουμε σε μια εκ των υστέρων μεμψιμοιρία μετά την ευδαιμονία της μεσσηνιακής γης; Να, μήπως και αναλογιστούμε τι έχουμε μες στα χέρια μας, και τ’ αφήνουμε να γλιστράει...


Του πάντα εύστοχου Ν. Ξυδάκη

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

αιγαίο το υμνούν οι ποιητές
το διοικούν οι μπετονιέρες

κάπου αναρτημένο