7 Μαρ 2008

Στη Σχολή Των Ανέμων




Αέρας είναι αυτός, δεν πιάνεται. Σύμφωνοι. Ο ίδιος όμως από που πιάνεται; Από την άκρη του σεντονιού της θάλασσας, που τ' ανασηκώνει κάποτε τόσο ψηλά ώστε για μια στιγμή να βλέπεις τη γυμνή πλάτη τ' ουρανού γεμάτη αφρούς και κοχύλια; Απ' τις αυλές και τους φωταγωγούς των παλαιών σπιτιών, όπου λουφάζει και μουγκρίζει ολονυχτίς, ώσπου με το πρώτο ξύπνημα ξεσπά και ξετυλίγει μια σειρά κατάλευκους φλόκους στην Πάρο, την Ίο, τη Μύκονο; Ή μήπως απ' τα ξεχαρβαλωμένα πορτοπαραθυρόφυλλα, όπου μάλιστα αν συμβεί και θυμώσει αρχίζει να μιλά και στην παλιομαραγκική; Μπορεί ωστόσο να να ομιλεί και στην καθαρόαιμο Ελληνική, αν τύχει και επικρατήσει νηνεμία. Οπόταν δεν έχεις παρά ν' αφηγηθείς τα πάθια του Βέλθανδρου και της Χρυσάνζας, για να δεις να απλώνεται γύρω σου μια ζωηρή μικρή θάλασσα, μάϊστρο-τραμουντάνα.
Α τι ωραία που είναι να χαϊδεύεις το χέρι που σε χαϊδεύει και να κρατάς τον αέρα του, για να τον διαθέσεις στο μέλλον, όπως οι παλιές ανθοπώλισσες μέσα σε πανεράκια προσφέροντας σκουλαρίκια γιασεμιά και γαρδένιες βέρες της μιας στιγμής και του πάντοτε. Άνεμε, άνεμε, ο μονογενής της Τήνου και πολύτεκνος των Κυκλάδων, που με λυτό μαλλί κοριτσιών ξέρεις να υπογράφεις και καρένες πλαταγιστές να τυμπανίζεις, κέρνα μας σωφροσύνη απ' αυτήν που διδάσκει ο υιός της Ήρας. Έτσι ώστε ούτε ο κίνδυνος να γίνεται αντίπαλος του πλου ούτε ο πλους αντίπαλος του κινδύνου.

Οδυσσέας Ελύτης, Ο Κήπος Με Τις Αυταπάτες, 1995

Δεν υπάρχουν σχόλια: