29 Φεβ 2008

ΠΑΜΕ ΣΙΝΕΜΑ 2007-08/No Country For Old Men

Υπερτιμημένη ταινία με αρκετά πλάγια κοινωνικά σχόλια για την παρακμή και τις εμμονές της αμερικανικής κοινωνίας και σπουδαία επιμέρους στοιχεία (φωτογραφία, διασκευασμένο σενάριο, ερμηνείες) για τα οποία εξάλλου βραβεύθηκε. Σε καμιά περίπτωση, ωστόσο, δεν πρόκειται για το αριστούργημα της δεκαετίας, ούτε καν των αδερφών Κοέν (σήριαλ κίλερ πάντως σαν το Χαβιέ Μπαρδέμ είχε να βγει από το Χάνιμπαλ Λέκτερ). Ικανοποιητική η προσέλευση του κόσμου, ανάμικτες οι εντυπώσεις (φυλλάδιο).

Redband trailer

Μικρομεσαία ζωή (συνέχεια)


«Οι άνθρωποι ρίχνονται με τα μούτρα στη δουλειά κι αυτό το βίτσιο από τον Νέο Κόσμο έχει αρχίσει ήδη να εκβαρβαρίζει τη Γηραιά Ευρώπη σαν μεταδοτική αρρώστια, σκορπίζοντας παντού μια πρωτόγνωρη στειρότητα του πνεύματος... Η μεγαλύτερη αρετή σήμερα είναι να μπορείς να κάνεις μια δουλειά σε λιγότερο χρόνο από όσο θα την έκανε ένας άλλος. Κι αν δεν μπορείς, αισθάνεσαι ντροπή. Έχουμε φτάσει σε τέτοια κατάντια, που ντρεπόμαστε ακόμη και να πάμε μια βόλτα με τις σκέψεις μας και με τους φίλους μας».
Ο Νίτσε τα έγραφε αυτά περίπου έναν αιώνα προτού ένας άνδρας πενήντα δύο ετών δώσει τις προάλλες τέλος στη ζωή του, μέσα στο γραφείο του, στο τηλεφωνικό κέντρο της Αμπουάζ, στη Γαλλία. Τι τον έσπρωξε να το κάνει αυτό; Μετά τη Ρενώ, τα Γαλλικά Ταχυδρομεία και τη Γαλλική Αστυνομία, οι αυτοκτονίες εξαπλώνονται σε ολοένα και περισσότερους τόπους εργασίας σαν κακιά αρρώστια. Την περασμένη χρονιά, ο Κριστιάν Λαρόζ, στέλεχος της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργαζομένων, δήλωνε στο περιοδικό «Εξπρές» ότι ένας Γάλλος την ημέρα αυτοκτονεί για λόγους που έχουν σχέση με τις συνθήκες εργασίας του. Σύμφωνα με τον Ζαν-Λουί Ρενώ, σύμβουλο μάνατζμεντ και ανθρωπίνων σχέσεων, οι αυτοκτονίες στους τόπους εργασίας έχουν ξεπεράσει τις τετρακόσιες τον χρόνο. Και ο συνδικαλιστής Μπερνάρ Σαλενγκρό υπολογίζει πως το κοινωνικό κόστος του στρες που σπρώχνει τους εργαζομένους σε τέτοια απονενοημένα διαβήματα ανέρχεται σε 50 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο.
Το στρες εντείνεται ανάλογα με το βάρος των απαιτήσεων που νιώθει να σηκώνει στις πλάτες του ο εργαζόμενος: απαιτήσεις από τους μετόχους της εταιρείας του, από τα αφεντικά του, από τους διευθυντές του, από τους πελάτες του, από το αυξανόμενο κόστος ζωής, από τις ανάγκες της οικογένειάς του. Στην Ιταλία, αυτές οι ανάγκες είναι τόσες πολλές, που ο Ιταλός δεν σταματάει να δουλεύει ποτέ. Σύμφωνα με το ινστιτούτο «Εurispes», «το μέσο οικογενειακό εισόδημα συμπληρώνεται κάθε μήνα με 1.330 ευρώ “μαύρα”, για να τα βγάλει πέρα η οικογένεια με τους λογαριασμούς. Ολοένα και περισσότεροι Ιταλοί αναγκάζονται να γίνουν σταχανοβίτες για να επιβιώσουν». Άραγε μέχρι πού θα φτάσουν αυτές οι απαιτήσεις και πόσοι άνθρωποι, πόσες ζωές, θα χρειαστεί να θυσιαστούν ώσπου να καταλάβουμε πως αυτός ο δρόμος δεν οδηγεί πουθενά;
«Τα πράγματα ήταν κάποτε εντελώς διαφορετικά», έγραφε ο Νίτσε στην «Εύθυμη επιστήμη». «Εκείνο που έκανε τους ανθρώπους να ντρέπονται ήταν η δουλειά. Ένας άνθρωπος ευγενικής καταγωγής έκρυβε τη δουλειά του, αν αναγκαζόταν κάποτε να δουλέψει. Κι ο δούλος ντρεπόταν κι αυτός, γιατί αισθανόταν πως έκανε κάτι επονείδιστο στον εαυτό του». Φυσικά, ο Νίτσε είχε υπόψη του τη διαφορά ανάμεσα στη δημιουργική «εργασία» και την αναγκαστική «δουλειά». Σήμερα βρίσκουμε μπροστά μας την προφητεία του πως η αποξένωση της εργασίας από το νόημα της ζωής και ο ευτελισμός της σε «δουλειά», θα σπρώξει κάποτε τους εργαζομένους να πηδούν από τα μπαλκόνια.
Ρούσσος Βρανάς από εδώ

28 Φεβ 2008

Μικρομεσαία Ζωή


Γ.Τσούκης, "Ο μικρός Κθούλου"

Τόλμα να πάρεις τον χρόνο που γουστάρεις


«Οκτώ ώρες δουλειά, μιάμιση ώρα να πας και να 'ρθεις στη δουλειά, οκτώ ώρες ύπνος, δυο ώρες για φαγητό, μια ώρα για καθαριότητα και φροντίδα του σώματος, μια ώρα για περπάτημα ή γυμναστική, μιάμιση ώρα για να δεις τηλεόραση και μια ώρα για διάφορες άλλες υποχρεώσεις, μας κάνουν σύνολο 24 ώρες.

Δηλαδή, ένας υγιής εργαζόμενος, χωρίς παιδιά, χωρίς άλλες υποχρεώσεις, είναι σχεδόν βέβαιο ότι μετά βίας θα βρει χρόνο για να διαβάσει ένα βιβλίο, ν' ακούσει προσεκτικά ένα δίσκο κλασικής μουσικής ή να ενημερωθεί απ' την εφημερίδα του.

Ολα αυτά συνήθως τα μεταθέτει στο Σαββατοκύριακο, μαζί με όποιας μορφής διασκέδαση, εκδρομή ή απόλαυση μιας συναυλίας ή ενός θεατρικού έργου (που κι αυτά δεν συνιστούν πάντα πνευματική απόλαυση).

Νάτη λοιπόν η ζωή ενός μικρομεσαίου αστού. Ενός θετικού, γενικά προσώπου, που δεν μπεκροπίνει, δεν χάνει τις ώρες του στα καφενεία και στις συζητήσεις, που δεν αναριωτιέται γιατί ο Μπέκετ, ο Σκαλκώτας, ο Σαίνμπεργκ και ο Ρίλκε έγραψαν αυτά που έγραψαν, που ποτέ του δεν θα διαβάσει Πλάτωνα, Αριστοτέλη ή Σαρτρ!

Αυτός ο πληροφορημένος άνθρωπος θα σταθεί με απορία μπρος στις κατασκευές των σημερινών εικαστικών σε κάποιο μουσείο ή γκαλερί, θα πάει πιθανώς σε μια παράσταση χοροθεάτρου, θα δει οπωσδήποτε μια ταινία το μήνα, αλλά δεν θα έχει ποτέ χρόνο και διάθεση να ζήσει ή να συζητήσει σε βάθος τις εντυπώσεις του.

Οταν με το πέρασμα του χρόνου θα αποκτήσει παιδιά, άρρωστους γονείς, βαρετή σχέση, περιττά κιλά, εξοχικό και τα σχετικά γκάτζετ, τότε είναι σίγουρο πως κάθε σκέψη για το ποιος είναι και τι κάνει πάει περίπατο κι ο φιλαράκος μας μεταλλάσσεται στον αδιάφορο μέτριο ανθρωπάκο, τον συμπαθή εκείνον δημοκράτη που είναι συμβιβασμένος με τη μετριότητα και την ανημπόρια του.

Ετσι αναπαράγεται η μελαγχολία που κυριαρχεί στις δυτικές κοινωνίες, ο προστατευτικός πέπλος του καρτεσιανικού καθωσπρεπισμού και η ηθική μέση άποψη. Οποιος έχει χρόνο για φλερτ, για έρωτα, για ποτό, για καφενεία, διάβασμα ή χάζεμα, για παρέα και κουβέντα, εκλαμβάνεται ως ιδιόρρυθμος ή ψώνιο. Η παραχώρηση χρόνου σε μη παραγωγικές (οικονομικά επωφελείς) δραστηριότητες ή προσπάθεια να ξεφύγει από την ιδιώτευση (από την ηλιθιότητα, όπως πιστεύει ο Θουκυδίδης, στην οποία ξεπέφτει ο άνθρωπος που αρνείται να είναι πολίτης και που οι Γάλλοι ονομάζουν idiot), θεωρείται ύποπτη. (...) Το σύνθημα σε πολυκατοικία του Παγκρατίου έλεγε: του οκταώρου οι πεσόντες ηδονίζονται με τσόντες. Το "πεσόντες" μας το δείχνει καλά. Δεν είναι οι άνθρωποι κατ' ανάγκην κακοί. Πεσόντες είναι οι περισσότεροι. Θύματα της αδυναμίας τους. Ισως και να μην άξιζαν καλύτερης ζωής. Τι να το κάνει ολόκληρο ελεύθερο οκτάωρο ο άδειος;

Εγώ κλαίω αυτόν που το θέλει και δεν το έχει. (...) Κάποιοι είναι ασυμβίβαστοι, τρελοί και ονειροπόλοι. Κάποιοι θέλουν και ζουν την κάθε μέρα ως θάμβος!

Οι πεσόντες μπορεί και να θέλουν να είναι πεσόντες. Γι' αυτό κι εγώ θα έγραφα στον τοίχο: "Τόλμα να πάρεις το χρόνο που γουστάρεις"!»

(
Χάρης Βρόντος)
όλο το κείμενο εδώ

20 Φεβ 2008

Και στα νησιά χιονίζει (αλλά όχι φέτος)

Στο νησί δεν στρώνεται το χιόνι, στροβιλίζεται κι αρνείται να δημιουργήσει έστω και για λίγο ένα αντισυμβατικό τοπίο, μια ευκαιρία να ζήσει η μικρή κοινωνία το δικό της παραμύθι. Ευτυχώς για πολλούς υπάρχουν ακόμα μνήμες από το χιονιά του 2004 (φωτό).





















































Κάπου αλλού, η πρωτεύουσα τυλιγμένη στο χιόνι γίνεται όμορφη, κρύβει τα άσχημά της κάτω από το πέπλο και κάνει τους ανθρώπους λίγο περισσότερο παιδιά. Το χιόνι πέφτει αθόρυβα και μεταδίδει αυτή τη σιγή παντού, στις πλατείες, στους δρόμους, στις ράγες, στις καρδιές.

9 Φεβ 2008

Απαγορευτικό


Το νησί μικραίνει, αποκόβεται, αλλά τίποτα δεν αλλάζει στις ζωές. Μαθημένο το σώμα στις αποστερήσεις ξέρει να μετρά το χρόνο και την αναμονή πιο σωστά.

Και στις μικρές γωνιές του νησιού, υπάρχει η ελπίδα πως και σ' αυτή την εποχή του χρόνου κάποιοι παλεύουν για λίγο φως περισσότερο

ΠΑΜΕ ΣΙΝΕΜΑ 2007-08/once

Προβλήθηκε με επιτυχία και κυρίως απήχηση η θαυμάσια ταινία Once , μία ρομαντική μουσική ταινία που αποθεώθηκε στο εξωτερικό αλλά όχι στην Ελλάδα (κριτική). Η υπέροχη μουσική είναι το μεγάλο ατού της, τραγούδια που δένουν απόλυτα με το σενάριο και στροβιλίζουν στο νου για ώρες μετά την έξοδο από την αίθουσα, κάτι μεταξύ Damien Rice και Devics. Η ηλικιωμένη κυρία που ήρθε μη γνωρίζοντας τι ακριβώς θα δει και έκατσε μέχρι τέλους (δεν δραπέτευσε στο διάλειμμα) έκλεψε την παράσταση (φυλλάδιο).

το τραγούδι (οσκαρ καλύτερου τραγουδιού 2007)


7 Φεβ 2008

Η μισή Ελλάδα παρακολουθεί τη Ζαχοπουλιάδα...


Είναι όλα γνωστά. Τα έχουμε πει δεκαετίες πριν. Εδώ οδηγεί ο κυνισμός της μεταμοντέρνας Ελλάδας. Δεν σχετίζεται με κόμματα αλλά με μια συγκεκριμένη γενιά δίχως πίστη και δίχως ιδεολογία, που έκανε την εικόνα ισχυρότερη από το περιεχόμενο και το χρήμα ισχυρότερο από τις ανθρώπινες ιδιότητες. Είναι μια γενιά ελεεινή που στην Τέχνη γέννησε μόνο αντανακλάσεις και τίποτα αληθινά πρωτογενές, στη δε κοινωνία επέβαλε ένα είδος πορνογραφικής απενοχοποίησης, βάσει της οποίας όσοι ασελγούν ασελγούν περήφανα. Την περιφρονώ βαθύτατα - κι αυτήν και τους πρωταγωνιστές της, που πλούτισαν αδίκως και έκαναν την άρρωστη πόζα τους συλλογικό τικ. Στάθης Τσαγκαρουσιάνος από εδώ

κι η άλλη μισή τη σαπουνόπερα της εκκλησιαστικής διαδοχής

όποιος χρειάζεται πίστη τη βρίσκει, ακόμα και στα χρυσοποίκιλτα άμφια.

4 Φεβ 2008

H αθανασία ενός αυτόχειρα

Ο ανθρωπος μπορει να θεσει τελος στη ζωη του. Αλλα δε μπορει να θεσει τελος στην αθανασια του. Ετσι και σε επιβιβασει, δε μπορεις ποτε πια να ξανακατεβεις, κι αν ακομα αναψεις μια στο κεφαλι σου, οπως εγω, παραμενεις επιβατης με την αυτοκτονια σου, και ειναι φρικη, Γιοχαν, ειναι φρικη. (O Χεμινγουεη απευθυνομενος στο Γκαιτε, "Η Αθανασια", Μ. Κουντερα)

Σε κάθε κοινωνία, μικρή ή μεγάλη, που νιώθει πως πνίγεται από τον ίδιο της τον αέρα, τη θάλασσα, τα σύνορά της και τα σύνεργά της, που δυσκολεύεται να δώσει μορφή στα όνειρα και τους στόχους της, η κατάθλιψη κι ο αυτοκτονικός ιδεασμός είναι συνηθισμένος τρόπος να παραφράζει κάποιος τους πόνους του, κυρίως για τους νέους ανθρώπους. Η απόφαση, ωστόσο, ενός ηλικιωμένου να θέσει τέρμα στη ζωή του λίγο πριν το φυσικό τέλος δε μπορεί να εντάσσεται στις παραπάνω καταστάσεις. Είναι παράδοξη, ανεξήγητη, μάταια, μα και συνάμα περήφανη στάση στο Χρόνο, όσο επώδυνη κι αν είναι για το συγγενικό περιβάλλον. Κι αν η αυτοκτονία ενός ηλικιωμένου δεν είναι παρά μία εκδοχή του τέλους ή αλλιώς το δικαίωμα ενός ανθρώπου στο τέλος του δρόμου να διαχειριστεί τον τρόπο που θα πέσει η αυλαία, στη συγκεκριμένη περίπτωση έρχεται να σκαλίσει μνήμες από νωπό χώμα και να απλώσει πάνω από το νησί το παγερό πέπλο της. Όμοιο μ’ αυτό που σκέπασε το κατακαλόκαιρο του 2006.

Στο κείμενο o Μ. Κούντερα διαχωρίζει τη αθανασία σε μικρή, μεγάλη και καταγέλαστη.



ΠΑΜΕ ΣΙΝΕΜΑ 2007-08

Σε μία από τις πιο επιτυχημένες της βραδιές η ομάδα «Πάμε Σινεμά 2007-8» πρόβαλλε την Παρασκευή την ταινία "ησωέλιξε" βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Ναύοιγ Καμ Ναι παραγωγής 2007 και υποψήφιας στα βραβεία Ρακσό 8002 κριτική.

Είναι συγκινητικό να βλέπει κανείς τους λίγους ηλικιωμένους νησιώτες, παλαίμαχοι ναυτικοί και γιαγιάδες με τα ταγιεράκια τους, να προσέρχονται με ευλάβεια στις προβολές της Λέσχης (και είναι απογοητευτική η απουσία των περισσοτέρων εφήβων και νεαρών ενηλίκων από κάθε δραστηριότητα που ξεφεύγει από το τετράπτυχο φαί-ποτό-νησιώτικα-internet καφέ).